Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος παρηγόρησε τὸν Ἐπίσκοπον καὶ εἰς τοῦτο· ἐφάνη εἰς τὸ ὅραμα ἑνὸς ἐναρέτου ἀνδρός, ὀνόματι Εὐγενίου, ὅστις ἦτο πλούσιος κατὰ πολλά, καὶ πρόθυμος εἰς βοήθειαν τῶν ἐν ἀνάγκαις, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος νὰ δαπανήσῃ καὶ νὰ ἐπιμεληθῇ διὰ τὴν τελείαν οἰκοδομὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφάνη ἀκόμη εἰς τὸ ὅραμά του, ὅτι ἔφερεν ὁ Ἅγιος οἰκοδόμους τοῦ Ναοῦ, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδειξε καὶ ἐσχεδίασε τὸ σχῆμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πόσον τὸ μάκρος καὶ τὸ πλάτος ὡς καὶ τὸ ἔμβασμα τοῦ ἁγίου Βήματος νὰ εἷναι ἴσον μὲ τὸ γλωσσόκομον, τὸ ὁποῖον περιεῖχε τὸ ἅγιον λείψανον. Ἐτελειώθη ὅθεν ὁ Ναὸς μὲ τὰ ἔξοδα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ εὐγενοῦς Εὐγενίου, καὶ καθ’ αὑτὸ μὲ τὴν θαυματουργίαν τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἔφερε διὰ θαύματος καὶ τοὺς οἰκοδόμους ἀπὸ τὸ χωρίον Τρυγῶνος καλούμενον, εἰς τὸ ὁποῖον χωρίον ἔκαμνε καὶ τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ὁ Ἐπίσκοπος. Ἔδωκαν λοιπὸν τὴν εἴδησιν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ὅτι ἐτελειώθη ὁ Ναός, καὶ ὅτι εἶναι καιρὸς νὰ μεταφέρουν τὸ ἅγιον λείψανον προτοῦ νὰ κλείσουν τὴν θύραν τοῦ θυσιαστηρίου.
Τότε ὁ Ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ εὐθὺς ἔλαβεν εἰς χεῖρας του τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ὁμοῦ μὲ τὸν Εὐγένιον ἐπῆγαν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, ποιήσας δὲ εὐχήν, ἤρχισαν νὰ ψάλλουν τὸ τρισάγιον· καὶ ἐκεῖ ἐφάνη θαῦμα παραδοξότατον· καθὼς ἐκίνησεν ὁ Ἐπίσκοπος μὲ ὅλον τὸ πλῆθος (ὢ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ Βασιλεῦ) ἐκίνησε καὶ τὸ γλωσσόκομον μὲ τὸ ἅγιον λείψανον, χωρὶς νὰ τὸ ἐγγίσῃ τις· καὶ κατ᾽ ἀρχὰς παρ’ ὅλον ὅτι ἔβλεπον τὸ θαῦμα, δὲν τὸ ἐπίστευον, ἔπειτα ὅμως, κατανοήσαντες ἀκριβῶς, ἔκραζον μὲ μίαν φωνὴν τὸ «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, σύ, Κύριε, ὅστις διὰ μέσου τοῦ δούλου σου Κορνηλίου ἔδειξας εἰς ἡμᾶς τοιαῦτα θαύματα καὶ παράδοξα». Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔπεισε καὶ ὅσους Ἕλληνας παρέμενον ἀφώτιστοι νὰ πιστεύσουν ὅλοι καὶ νὰ βαπτισθοῦν, εὐχαριστοῦντες τὸν φωτοδότην Χριστὸν καὶ τὸν Αὐτοῦ Μάρτυρα Κορνήλιον.
Ἡ λιτανεία λοιπὸν ἐπροχώρει πρὸς τὰ ἐμπρός, καὶ τὸ γλωσσόκομον μὲ τὸ ἅγιον λείψανον ἠκολούθει κατόπιν μόνον του, χωρὶς νὰ τὸ κρατῇ κανείς· ὅτε δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν Ναόν, ἐστάθησαν ἐκεῖνοι οἵτινες ἠκολούθουν τὴν λιτανείαν, τὸ ἥμισυ μέρος δεξιὰ καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ ἀριστερά, καὶ παρετήρουν ποῦ θὰ ἐπήγαινε τὸ γλωσσόκομον καὶ ποῦ ἔχει νὰ σταθῇ.