Μεταμεληθεὶς ὅθεν ὁ ἡγεμών, ἢ μᾶλλον φοβηθείς, στέλλει καὶ φέρει τὸν Ἅγιον, βλέπων δὲ αὐτὸν μὲ ἄγριον βλέμμα τοῦ λέγει· «Ἀμέσως νὰ ἀρνηθῇς τὴν πίστιν σου, καὶ νὰ πιστεύσῃς εἰς τὴν ἰδικήν μας, καθὼς καὶ πρότερον τὴν ἐγνώρισες, ὅτι εἶναι καλυτέρα ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου, καὶ ἦλθες μόνος σου καὶ ἐπίστευσας εἰς αὐτήν· εἰ δὲ καὶ ἀπειθήσῃς, ἔχω νὰ καταναλώσω τὰς σάρκας σου· ἐγὼ σὲ ἀφῆκα νὰ στοχασθῇς πρῶτον τὸ συμφέρον σου, νὰ τὸ κάμῃς χωρὶς βίαν μὲ τὸ θέλημά σου μόνος σου, διὰ νὰ τιμηθῇς ἐκ μέρους ἡμῶν, νὰ λάβῃς καὶ μεγάλα χαρίσματα». Ὁ δὲ Ἀγιος ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ σοῦ εἶπα, ὦ ἡγεμών, ὅτι καμμίαν φορὰν δὲ ἠγάπησα τὴν μιαράν σας πίστιν, ἀλλὰ μὲ βίαν καὶ χωρὶς τὸ θέλημά μου μὲ περιέτεμον, ἐδῶ εἶναι πολλοὶ ὁμόπιστοί σου, οἱ ὁποῖοι τὸ γνωρίζουν, καὶ ἂς μαρτυρήσουν τὴν ἀλήθειαν· τὸ νὰ ἀρνηθῶ δὲ ἐγὼ τὴν πίστιν μου τὴν ἀληθινὴν καὶ νὰ πιστεύσω τὴν ἰδικήν σας τὴν ψευδῆ δὲν τὸ κάμνω ποτέ, νὰ ἀφήσω τὸ φῶς καὶ νὰ ἔλθω εἰς τὸ σκότος». Ὁ δὲ ἡγεμὼν λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Δὲν βλέπεις τὴν βασιλείαν τὴν ὁποίαν ἔχομεν, τὴν δόξαν, τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ λοιπὰ πλούτη; Ἂν ἡ πίστις μας δὲν ἦτο καλή, δὲν θὰ μᾶς ἔδιδεν αὐτὰ ὁ Θεός». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπήντησεν· «Ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς δὲν μᾶς ὑπεσχέθη ἐδῶ πρόσκαιρον βασιλείαν, οὔτε δόξαν, οὔτε ἐξουσίας, οὔτε πλούτη, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα καὶ ἀφανίζονται ταχέως, μᾶς ὑπεσχέθη ὅμως ἐπουράνιον Βασιλείαν, νὰ συμβασιλεύσωμεν μαζὶ μὲ αὐτὸν πάντοτε. Σὺ δὲ μὴ ὑπερηφανεύεσαι διὰ τὴν πρόσκαιρον βασιλείαν τὴν ὁποίαν ἔχετε, διὰ τῆς ἀδικίας κεκτημένην, διότι ἀφανίζεται ταχέως, ὁμοίως καὶ ἡ δόξα, καὶ ἡ ἐξουσία, καὶ ὁ πλοῦτος ἀπὸ ἀδικίας συνηγμένος, ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα καὶ διαφθείρονται ὡς ἱστὸς ἀράχνης, σᾶς δὲ τοὺς ἀσεβεῖς ἀναμένει τὸ αἰώνιον πῦρ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως, διὰ νὰ ὀδύρεσθε εἰς αὐτὸ αἰωνίως καὶ ἀνωφελῶς. Ποῖον δὲ καλὸν ἔχει ἡ πίστις σας, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη πλάνη, μῦθοι, ψεῦδος, φιλαργυρία, καὶ πάσης ἀκαθαρσίας πλήρης; ποῖος γνωστικὸς πιστεύει τοιαύτην πίστιν;».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμὼν κατὰ πολλὰ ἐθυμώθη καὶ προστάσσει νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὰς μασχάλας, κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὣστε μόλις νὰ φθάνουν τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων τῶν ποδῶν του εἰς τὴν γῆν, θέλων δὲ νὰ πατήσῃ καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ὑφίσταται ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν μεγάλην βάσανον, ἅπαξ δὲ τῆς ἡμέρας νὰ τὸν καταβιβάζουν καὶ νὰ τὸν δέρουν.