Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος ΑΝΔΡΕΟΥ τοῦ ἐν τῇ Κρίσει.

Ἀφοῦ ἐποίησαν εἰς τὸν Μάρτυρα τὰς πρώτας ταύτας τιμωρίας, ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὴν φυλακὴν μέχρι δευτέρας ἐξετάσεως· εὑρὼν δὲ οὗτος ἐκεῖ εἰς τὸ δεσμωτήριον καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Χριστιανῶν, τοὺς ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς νὰ ἵστανται ἀνδρείως εἰς τὴν ὁμολογίαν καὶ νὰ μὴ προδώσουν τὴν εὐσέβειαν, ἐκ τοῦ φόβου τῶν προσωρινῶν κολαστηρίων, διὰ νὰ λυτρωθῶσιν ἀπὸ τὰ αἰώνια· ἔχαιρε δὲ καὶ αὐτὸς ὡς ὁ μέγας Παῦλος, ὅτι ἠξιώθη νὰ πάθῃ θλίψεις διὰ τὸν Κύριον καὶ τὸν ηὐχαρίστει ἐξ ὅλης καρδίας καὶ διὰ στόματος. Οἱ δὲ λοιποὶ φυλακισμένοι, ταῦτα ἀκούοντες, ἐστερεώνοντο περισσότερον. Ἦτο λοιπὸν εἰς τὴν φυλακὴν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος, ἡ ψυχὴ ὃμως αὐτοῦ καὶ πρὸ τῆς ἀναλώσεως ἐφαντάζετο τὰ οὐράνια καὶ ἐπεθύμει νὰ λυτρωθῇ τὸ συντομώτερον ἀπὸ τὸ σῶμα, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὸν ποθούμενον εἰς τὴν ἐκεῖθεν μακαριότητα. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔφεραν καὶ πάλιν τὸν Μάρτυρα εἰς τὸ κριτήριον, δοκιμάζων δὲ αὐτὸν διαφόρως ὁ τύραννος, δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὴν μιαρὰν γνώμην του, ἀλλὰ μάλιστα καὶ εὐτολμότερον τὸν εὑρῆκε καὶ εἰς τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ θερμότερον· ὅθεν προσέταξε πάλιν νὰ τὸν γυμνώσουν καὶ νὰ τὸν δέρωσιν ἄσπλαγχνα, μετὰ δὲ τὰς ἄλλας πληγάς, τὰς ὁποίας τοῦ ἔδωσαν πρότερον, ἐξέσχιζαν καὶ τὰς πλευράς του ἀνηλεῶς καὶ πολλὴν ὀδύνην τοῦ ἔδιδαν, ὅμως τὸν θησαυρὸν τῆς πίστεως δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τοῦ κλέψωσιν.

Βλέπων λοιπὸν ὁ ἀλιτήριος τύραννος, ὅτι ἀκαίρως ἐβασανίζοντο, αὐτὸς μὲν δέρων, ὁ δὲ Ἀθλητὴς ὑπομένων, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν ποθουμένην ἀπόφασιν, νὰ τὸν δέσωσι μὲ σχοινία ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ νὰ τὸν σύρωσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ εἰς κάθε τόπον τῆς πόλεως ἕως νὰ ἐκπνεύσῃ καὶ τότε νὰ τὸν ρίψωσιν εἰς τὸν ἄτιμον τόπον τῶν κακούργων, νὰ τὸν φάγωσι τὰ θηρία καὶ τὰ ὄρνεα. Καθὼς λοιπὸν τὸν ἔσυραν ἀτίμως εἰς ὅλην τὴν ἀγορὰν καὶ κατεκτύπα εἰς τοὺς λίθους ἡ κεφαλή του, ἔτυχεν ἕνας ἁλιεύς, ὅστις ἐκράτει ἰχθεῖς διὰ νὰ τοὺς πωλήσῃ· βλέπων δὲ τὸν Ἅγιον ἠρώτησε ποῖον ἔγκλημα ἔπραξε καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν, ἁρπάσας μίαν μακελλικὴν μάχαιραν, ὡς ὑπὸ διαβόλου κινούμενος, ἔκοψε τὸν ἕνα πόδα τοῦ Μάρτυρος. Ὅθεν ὑπὸ τὸν ἀφόρητον πόνον, τὸν ὁποῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ἐκκοπὴν τοῦ ποδός, παρέδωκεν ὁ μακάριος τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θὲοῦ.