Ταῦτα λέγων ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ μακρύνῃ τὸν λόγον καὶ νὰ τοῦ ἀποδείξῃ ὅτι καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐτύπωσε, τὰ Σεραφὶμ καὶ νὰ τοῦ ἐξηγήσῃ διατὶ εἶπε νὰ μὴ κάμωσιν οἱ Ἑβραῖοι ὁμοίωμα Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ τύραννος ἐθυμώθη, διότι τὸν ὕβρισε καὶ λέγει πρὸς τοὺς περιεστῶτας· «Ἐάν, ὅστις ὑβρίσῃ τὴν στήλην τοῦ βασιλέως βαρέως παιδεύεται, καθὼς εἶπεν οὗτος ὁ ἀναιδέστατος, αὐτός ὅστις μὲ ὕβρισεν εἰς τὸ πρόσωπον, πόσης κολάσεως εἶναι ἄξιος ὁ ἀναίσχυντος;». Οὕτως εἶπε, καὶ βλέπων μὲ ἄγριον βλέμμα τὸν Ἅγιον, ἐφώναξεν ὀργίλως νὰ τὸν γυμνώσωσι καὶ τανύοντες αὐτὸν μὲ σχοινία νὰ τὸν δέρουν ἀνηλεῶς. Ἔπειτα, βλέπων αὐτὸν ὅτι δὲν ἐδειλίασε τελείως, ἀλλ’ ἀνέμενε νὰ λάβῃ τοὺς ραβδισμοὺς μὲ ἀνδρείαν καὶ γενναιότητα, ἐγνώρισεν ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐνίκα μὲ τὸ κακόν. Ὅθεν ἠθέλησε νὰ τὸν κολακεύσῃ καὶ τοῦ λέγει μὲ ἡμερότητα· «Πρὶν νὰ λάβῃς τὰ κολαστήρια, κάμε τὸ θέλημά μου, νὰ μὴ μετανοήσῃς ματαίως καὶ ἀδιαφόρως ὕστερον». Ὁ δὲ Ἅγιος, ὑψώσας πρὸς τὸν Χριστὸν τους ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, προσηύξατο νοερῶς νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ, διὰ νὰ φυλάξῃ τὸ σέβας τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀκλινές τε καὶ ἄτρεπτον. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς τὸν τύραννον λέγει· «Δὲν πολεμεῖς τοὺς βαρβάρους, οἵτινες σὲ ζημιώνουσιν, ἀλλὰ βάλλεις ὅλην τὴν σπουδήν σου νὰ πολεμῇς τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς δούλους του; Δὲν φοβεῖσαι τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, ὅστις μέλλει νὰ ἐξετάσῃ τὰς πράξεις σου;».
Τότε ἀπέβαλε πλέον ὁ μιαρὸς τύραννος τὸ πρόσχημα καὶ διέταξε νὰ μαστιγώσουν τὸν Μάρτυρα σκληρότατα μὲ τὰ βούνευρα· διὰ νὰ θεραπεύσουν δὲ τὸν θυμὸν τοῦ τυράννου, ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν προστεταγμένοι ἤρχισαν νὰ τὸν δέρουν μὲ μεγάλην σκληρότητα, καὶ τὸν ἐξέσχισαν τόσον ἄσπλαγχνα, ὥστε ἔτρεχαν ποταμοὶ αἵματος καὶ ἦτο ἡ γῆ κατακόκκινος, ἄλλοι δὲ ἐκτύπων μὲ λίθους καὶ ὕβριζον ποικιλοτρόπως τὸν τιμιώτατον, ἀγνοοῦντες οἱ ἄθλιοι, ὅτι διὰ νὰ ἀρέσουν εἰς τὸν ἐπίγειον αὐτοκράτορα καὶ νὰ χαροποιοῦν τὸν κοσμοκράτορα, ἐλυποῦσαν τὸν Παντοκράτορα, ὅστις ἔμελλεν εἰς αὐτοὺς μὲν νὰ δώσῃ ἀτελεύτητον κόλασιν, εἰς δὲ τὸν Ἅγιον εὐφροσύνην αἰώνιον καὶ στέφανον ἀμάραντον. Μετὰ ταῦτα τὸν ἐξανακολάκευσεν ὁ ἀσύνετος τύραννος μὲ εὐσπλαγχνικὰ λόγια καὶ μὴ δυνάμενος νὰ μεταβάλῃ τὴν καλήν του προαίρεσιν, ἀπέρριψε τοῦ προβάτου τὸ ἐπίπλαστον ἔνδυμα καὶ ἔμεινε πάλιν ὡς πρότερον λύκος ἅρπαξ, προστάσσων νὰ συνθλάσωσι καὶ νὰ συντρίψωσι τὰς σιαγόνας του, καὶ οὕτως αὐτοὶ μὲν ἐμαστίγωνον ὅσον ἠδύναντο τὸν Ἅγιον, ἐκεῖνος δὲ μὲ τὴν προσευχήν του ἤμειβε τοὺς μιαιφόνους ὡς ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος.