Ἐπειδὴ δὲ ἤγγιζεν ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, συνήχθησαν εἰς τὴν φυλακὴν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἀπὸ ἄλλους τόπους, νὰ τοὺς εὐχηθῇ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ τὴν τελευταίαν συγχώρησιν, ἐπικραίνοντο δὲ διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ λειτουργήσῃ διὰ τὴν ἑορτὴν καὶ νὰ τοὺς κοινωνήσῃ τὰ θεῖα Μυστήρια· ὁ δὲ Ἅγιος εἶπεν εἰς αὐτούς· «Μὴ λυπῆσθε καὶ ἐλπίζω εἰς τὸν Θεὸν νὰ συνεορτάσωμεν ὁμοῦ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια». Καὶ οὕτως ἔγινε τὸ ἔργον κατὰ τὸν λόγον του μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, εἶχον πόθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νὰ λειτουργήσῃ τὴν τελευταίαν μυσταγωγίαν, νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ τὰς χεῖράς του, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν φυλακὴν νὰ ἔχωσιν Ἁγίαν Τράπεζαν, ὁ δὲ Ἅγιος εἶπεν εἰς αὐτούς· «Μὴ λυπῆσθε, ὅτι τοῦτο τὸ στῆθός μου θέλει γίνει Τράπεζα σήμερον, καὶ θαρρῶ εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὴ εἶμαι ἐγὼ ἀτιμώτερος ἀπὸ τὸν ἄψυχον λίθον. Σεῖς νὰ γίνητε Ναός, νὰ μὲ βαστᾶτε γύρωθεν, καὶ ἐγὼ νὰ γίνω θύτης καὶ Τράπεζα». ᾨκονόμησε δὲ ὁ Θεός, καὶ δὲν ἦσαν ἐκεῖ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην οἱ εἰδωλολάτραι, διότι ἐνόμιζον ὅτι ἦτο ἀποθαμένος ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὴν κακουχίαν. Παρέστησαν λοιπὸν πέριξ τοῦ Ἁγίου ὅλοι οἱ μαθηταί του καὶ τὸν ἐβάσταζον ἐπιμελῶς, τοῦ ἔβαλον δὲ εἰς τὸ στῆθος τὰ χρειαζόμενα τῆς ἱερουργίας [5] καὶ βλέπων ὁ Ἅγιος εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέγνωσε τὰς εὐχάς, καὶ ὅλους τοὺς ἐπιλοίπους λόγους, οἱ ὁποῖοι τελειώνουσι τὰ Ἅγια, κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὕτω ποιήσας καὶ τελειώσας τὴν ἱερουργίαν, πρῶτον μὲν ἐκοινώνησεν αὐτός, ἔπειτα δὲ τοὺς παρευρισκομένους, καὶ ἔπεμψε καὶ εἰς ἐκείνους τοὺς μαθητάς, οἵτινες ἔλειπον, καθὼς ὁ ἴδιος ἀναφέρει εἰς τὴν τελευταίαν του ἐπιστολήν.
Αὐτὴ λοιπὸν ἦτο ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ Ἁγίου καὶ συνεώρτασεν οὗτος μετ’ αὐτῶν τὴν πανήγυριν καθὼς τοὺς ἔταξεν. Ἀφοῦ δὲ ἐκοινώνησαν ὅλοι, τότε ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ὑπηρέτας τινὰς διὰ νὰ ἴδωσιν ἐὰν ἀπέθανε, διότι τὸ εἶχον μεγάλον θαῦμα πῶς ἔζη τόσας ἡμέρας ἄσιτος. Βλέπων δὲ ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπεσταλμένους, ἐφώναξεν ὅσον ἠδύνατο λέγων· «Χριστιανὸς εἶμαι». Ταῦτα δὲ εἰπὼν τρεῖς φοράς, μὲ τὴν τελευταίαν φωνὴν ἀφῆκε τὴ μακαρίαν του ψυχὴν ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητής, τινὲς δὲ λέγουσιν, ὅτι ἀκόμη ἀνέπνεεν ὅταν τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν θάλασσαν, διότι ὁ βασιλεὺς προσέταξε νὰ δέσουν ἕνα λίθον εἰς τὴν δεξιάν του καὶ νὰ τὸν βυθίσουν εἰς τὸ πέλαγος, διὰ νὰ μὴ ἀξιωθῇ ταφῆς τὸ λείψανον. Ἔκαμε δὲ τοῦτο εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης νυχθήμερα δεκατέσσαρα, ὅσα ἔκαμε καὶ εἰς τὴν φυλακὴν ἀγωνιζόμενος καὶ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν ἐξῆλθε μὲ τὸν ἑξῆς θαυμασιώτατον τρόπον.