Τόσον δὲ ἀνώτερος ἔγινεν ὁ μακάριος οὗτος ἀπὸ τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων διὰ τὰς ἀρετάς του, ὥστε ὅταν διέβαινεν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἦτο μὲν ὁρατὸς εἰς ὅσους ἤθελεν, ἀόρατος δὲ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην ἐβασίλευεν ὁ Μαξιμιανὸς ὁ μισόχριστος, ὅστις εἶχε μανίαν νὰ ἐξαλείψῃ τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν τελείως· καὶ ἀκούσας τὴν φήμην τοῦ Ἁγίου, ἔστειλεν ἀνθρώπους διὰ νὰ τὸν συλλάβωσι καὶ νὰ τοῦ τὸν φέρωσι, διότι ἐπεθύμει πολὺ νὰ τὸν τιμωρήσῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐκρύπτετο, διὰ νὰ μὴ φανῇ ριψοκίνδυνος, καὶ διὰ νὰ ὠφελήσῃ ἀκόμη τοὺς μαθητάς τους μὲ τὴν παρουσίαν του. Ἱερεὺς ὅμως τις, ὅστις ἦτο εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Σαβελλίου, Παγκράτιος ὀνόματι, τὸν ἐφθόνει καὶ τὸν παρέδωσεν ὁ τρισάθλιος. Λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ ἀπεσταλμένοι, τὸν μετέφερον εἰς τὴν Νικομήδειαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο τότε ὁ τύραννος καὶ ἐφόνευσε τὸν Ἐπίσκοπον ταύτης Ἅγιον Ἄνθιμον [3], τὸν Ἅγιον Πέτρον Ἀλεξανδρείας [4], καὶ ἑτέρους πολλούς καὶ τόσην ὠμότητα εἶχεν ὁ τρισκατάρατος καὶ δίψαν εἰς τὰ τῶν Ἁγίων αἵματα, ὥστε δὲν ἐλυπεῖτο οὔτε, τὰ παιδία, ἀλλὰ ἐθανάτωνε καὶ αὐτὰ, ἐπειδὴ δὲν ἤθελον νὰ δοκιμάσουν τὰ αἵματα τῶν θυσιῶν καὶ πλεῖστα ὅσα ἄωρα βρέφη ἐμαρτύρησαν ἐνδυναμούμενα ἀπὸ τὴν θείαν βοήθειαν, πρὸς μεγαλύτερον ἔλεγχον τοῦ δυσσεβοῦς, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ νικήσῃ ψελλίζοντα νήπια. Ἀπὸ δὲ τὰ πολλά, ἅτινα τὸν κατῄσχυνον, νὰ εἴπωμεν ἓν παράδειγμα, διότι εἶναι λίαν ἀξιοθαύμαστον καὶ ἄξιον διηγήσεως.
Ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων παιδίων, ἤγαγον δύο ἀδελφοὺς ἀπὸ γένος λαμπρότατον, τοὺς ὁποίους προσεπάθησε κατὰ πολὺ νὰ δελεάσῃ ὁ Μαξιμιανός, νὰ γευθῶσιν ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, καὶ δὲν ἠδυνήθη οὔτε μὲ κολακείας, οὔτε μὲ ἀπειλάς, ἀλλὰ ἔστρεφον ὀπίσω τὸ πρόσωπον κλαίοντα· ὅθεν ὁ βασιλεὺς τὸ εἶχεν εἰς μεγάλην του αἰσχύνην καὶ καταφρόνησιν, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ νικήσῃ δύο βρέφη ἀπονήρευτα καὶ τὰ ἔδειρεν ἀσπλάγχνως· ἀλλὰ ἐκεῖνα οὐδόλως ἐφοβήθησαν, διὰ νὰ κάμουν τὴν προσταγήν του. Εἷς δὲ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς εἰς τὴν κακίαν, ὅστις ἦτο πλησίον τοῦ βασιλέως, προσποιούμενος δῆθεν καλωσύνην πρὸς αὐτόν, ἐκαυχήθη νὰ νικήσῃ αὐτὸς τὰ νήπια· κατασκευάσας δὲ μίαν μηχανήν, ἔτριψε σινάπι μὲ ὄξος δριμύτατον καὶ γυρίσας τὰς κεφαλὰς τῶν παίδων, κατέπλασεν ἐπάνω εἰς τὴ κεφαλήν των τὸ σινάπι ὁ τρισάθλιος· ἔπειτα τὰ ἔρριψεν εἰς ἓν βαλανεῖον πυρωμένον, τὸ ὁποῖον ἐκοκκίνιζεν ἀπὸ τὴν μεγάλην φλόγα καὶ ἔκκαυσιν.