Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐφάνη ἐξαίφνης εἰς τὸ μέσον τοῦ πλήθους ὡραία τις καὶ πάγκαλος κόρη, ἥτις ἔλαβεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τὸν Ἅγιον λέγουσα· «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀδελφή σου Εὐλαμπία, καθὼς δὲ μία μήτηρ μᾶς ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψεν, οὕτως εἶναι πρέπον νὰ λάβωμεν ἕνα θάνατον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρός μας». Ταῦτα λέγουσα ἐνουθέτει τοὺς παρεστῶτας νὰ λάβουν ἀπὸ αὐτὴν παράδειγμα, νὰ γνωρίσουν τὴν εὐσέβειαν. Ὁ δὲ κακοδαίμων τύραννος ἔγινεν ἄλλος ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὴν θλῖψίν του ὄχι μόνον διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ θεοῦ του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν παρρησίαν τῆς Μάρτυρος· καὶ βλέπων αὐτὴν μὲ ὄμμα ἄγριον, εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ παμμίαρος· «Ψεύδεσαι, ἀναίσχυντον γύναιον, ὅτι εἶναι ἀδελφός σου ὁ Εὐλάμπιος, ἀλλὰ τὸν ἔχεις ἐραστὴν καὶ διὰ τοῦτο ἦλθες εἰς τὸ μέσον τόσων ἀνδρῶν, ἀναιδεστάτη, καὶ προσποιεῖσαι τὴν Χριστιανήν, ἄσεμνε ἰδὲ νὰ ἀφήσῃς αὐτὸ τὸ πάθος καὶ δεήσου πρὸς τοὺς φιλανθρώπους θεοὺς νὰ σὲ συγχωρήσωσι, καὶ μὴ θελήσῃς νὰ ὑστερηθῇς τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὸν λαμπρότατον ἥλιον, οὔτε νὰ προσκολληθῇς μὲ αὐτὸν τὸν μάγον καὶ γόητα· εἰ δὲ καὶ παρακούσῃς τοὺς λόγους μου, μάρτυρας ἐπικαλοῦμαι ὅλους τοὺς θεούς, ὅτι ἄλλο καλὸν δὲν θέλεις ἀπολαύσει ἀπὸ τὸν Εὐλάμπιον, εἰμὴ μόνον νὰ λάβῃς χειρότερα κολαστήρια».
Τότε ἡ γενναία Εὐλαμπία καὶ ἀνταξία ἀδελφὴ τοῦ Μάρτυρος ἀπεκρίθη χωρίς τινα δειλίαν καὶ λέγει εἰς τον τύραννον· «Ἄκουσον, ὦ δικαστά, νὰ γνωρίσῃς καλῶς τὴν γνώμην μου. Χριστοῦ δούλη εἶμαι· αὐτὸς εἶναι ἡ πνοὴ καὶ ζωή μου, καὶ τῆς ψυχῆς μου τὸ ἀγαλλίαμα· αὐτὸν ἀγαπῶ καὶ διψῶ νὰ θανατωθῶ διὰ τὴν ἀγάπην του· λοιπὸν ἑτοίμαζε πῦρ, ἀκόνιζε ξίφη, καὶ πᾶσαν ἄλλην συλλογίσου βάσανον, διότι ἑτοίμη εἶμαι νὰ πάθω περισσότερα, παρὰ ὅσα ὑπέμεινεν οὗτος ὁ ἀδελφός μου, διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι εἶμαι ἀδελφή του εἰς τὴν σάρκα καὶ εἰς τὴν ψυχὴν καὶ γνώμην κατ’ ἀλήθειαν, καὶ μὴ ἔχῃς ἐλπίδα τινὰ ποσῶς εἰς ἐμέ, νὰ μὲ παραπείσῃς τάχα μὲ τὰς κολακείας σου ἢ νὰ δειλιάσω τὰς βασάνους ὡς ἁπαλὴ κόρη καὶ ἀνήλικος, διότι ὁ Παντοδύναμος Θεός, ὅστις μᾶς ἔδωκε τὴν προθυμίαν καὶ τὰ ὅπλα νὰ πολεμήσωμεν σὲ καὶ τὸν διάβολον, τὸν ὁποῖον προσκυνεῖς, ἐκεῖνος θέλει μᾶς βοηθήσει καὶ νὰ σᾶς νικήσωμεν». Ταῦτα μὲν ἡ Ἁγία μὲ γλῶσσαν πεπαρρησιασμένην κατὰ τοῦ τυράννου ἐλάλησεν· αὐτὸς δέ, μὴ ὑποφέρων τὸν ἔλεγχον, προστάσσει νὰ τὴν δέρουν δυνατὰ εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τόσον τὴν ἐρράπισαν, ὥστε ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς μορφῆς καὶ ἡ φωνή της ἔσβησεν. Ὁ δὲ Εὐλάμπιος τὴν ἐνεθάρρυνε νὰ ἵσταται ἀνδρείως καὶ νὰ μὴ δειλιᾷ τὴν βάσανον, καὶ οὕτως ὑπέμεινεν ἡ ἀείμνηστος.