Ὁ δὲ ἀναισθητότερος πάντων καὶ τῶν ἀλόγων ἀλογώτερος τύραννος δὲν ἔκλινε ποσῶς πρὸς συμπάθειαν, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσῃ περισσότερον πόνον εἰς τὸν Μάρτυρα κατελάλει τὴν Σάρκωσιν τοῦ Χριστοῦ, τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν ἄτιμον θάνατον, προσθέτων ὅτι ἐκεῖνος ἐπλάνησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ καταφρονῶσιν ὡς ἄφρονες τὴν γλυκυτάτην ζωὴν ταύτην, τὴν ἀπολαυστικὴν καὶ εὐφρόσυνον, διὰ ψευδῆ ἐλπίδα μελλούσης μακαριότητος, καὶ νὰ ὑπομένωσι τόσας κολάσεις ματαίως καὶ ἀνωφελῶς. Αὐτὰς καὶ ἑτέρας φλυαρίας ἔλεγεν ὁ ἀσύνετος, ὥστε δὲν ὑπέφερεν ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς πόνους τοὺς ὁποίους εἶχε, δὲν ἀφῆκε τὸν ἀσεβῆ νὰ χαρῇ εἰς τὸν λόγον του, ἀλλὰ περιεγέλα καὶ αὐτὸς τοὺς μιαροὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων, διότι ἦτο πεπαιδευμένος καλῶς καὶ ἐγίνωσκε τὰς μυθολογίας τῶν Ἑλλήνων. Ὅθεν ἤλεγχε τὸν τύραννον, λέγων ὅτι ἦσαν οἱ θεοί του ἑρμαφρόδιτοι, δηλαδὴ ἀρσενικοθήλυκοι καὶ ἀδύνατοι, πόρνοι, φονεῖς, μνησίκακοι καὶ πολέμιοι. Ἔπειτα ἀφοῦ κατεφρόνησεν ἐκείνους, ὡς ἔπρεπε, μετέφερε τὸν λόγον πρὸς τὸν ἀληθῆ καὶ ζῶντα Θεόν, εἰπὼν ὅτι ὅσα μᾶς εἶπεν ἐκεῖνος εἶναι ἀληθέστατα· ὅθεν τιμωρούμεθα τώρα πρόσκαιρα, διὰ νὰ συνδοξασθῶμεν μετ’ αὐτοῦ αἰώνια, νὰ ἔχωμεν χαρὰν ἀνεκλάλητον καὶ ἀπόλαυσιν ἀτελεύτητον.
Ταῦτα παρώργισαν πάλιν τὸν ἀσεβῆ περισσότερον καὶ προστάσσει νὰ πυρώσουν σιδηρᾶν κλίνην καὶ νὰ ἁπλώσουν ἐπάνω αὐτῆς τὸν Ἅγιον· τούτου δὲ γενομένου ἔκαμε τὸν Σταυρόν του, καὶ ἠπλώθη ὅλος εἰς τὸν κεκαυμένον ἐκεῖνον καὶ φοβερὸν κράββατον· καὶ αἱ μὲν σάρκες διελύοντο κατακαιόμεναι, αὐτὸς δὲ ἐφαίνετο ὥσπερ νὰ ἦτο εἰς στρῶμα μαλακὸν καὶ ηὐχαρίστει τὸν Κύριον. Ἀλλ’ ἐπειδὴ περισσότερον ἐλυπεῖτο ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν ἐγνώριζαν τὸν ἀληθῆ Θεὸν οἱ Ἕλληνες, παρὰ διὰ τὰς κολάσεις τὰς ὁποίας τοῦ ἔδιδον, ἠθέλησε νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐννοήσουν, τὴν ἀδυναμίαν τῶν μικρῶν των θεῶν καὶ λέγει πρὸς τὸν τύραννον νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων. Οἱ δὲ ἀσεβεῖς, θαρροῦντες ὅτι ἤθελε νὰ προσκυνήσῃ ἐχάρησαν καὶ τὸν ἐπῆγαν ἐντίμως μὲ δορυφορίαν, ὡς μέγαν ἄρχοντα.
Φθάσας ὁ Ἅγιος εἰς τὸν βωμόν, ἤγγισεν ὀλίγον, μὲ τὴν δεξιάν του εἰς τὸ μεγαλύτερον καὶ περιφανέστερον εἴδωλον, λέγων· «Σε προστάσσω νὰ πέσῃς κατὰ γῆς, νὰ γίνῃς χῶμα λεπτότατον». Καὶ παρευθὺς ἔγινεν ἔργον ὁ λόγος του οἱ δὲ παρόντες ἐθαύμασαν, καὶ γνωρίσαντες τὴν ἀδυναμίαν τῶν εἰδώλων, ἐπίστευσαν ἀναρίθμητοι εἰς τὸν ἀληθῆ θεόν, προσκυνοῦντες τὸν Ἅγιον.