Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ Πνευματικός, ὅστις μετὰ πολλὰς παραινέσεις μόλις καὶ μετὰ βίας κατέπεισε τὴν Ἄνναν νὰ ὁμιλήσῃ καὶ τοῦ λέγει· «Δὲν δύναμαι, ἅγιε Πνευματικέ, νὰ σοῦ παραστήσω ὅσα εἶδα παράδοξα θαύματα, πλὴν ἄκουσον ὅσα ἐνθυμοῦμαι: Ἐγὼ ἐβωβάθην καὶ ἐνεκρώθην, ὡς ὅλοι οἱ ἀποθαμμένοι, ἤκουον ὅμως τοὺς κλαυθμοὺς τῶν συγγενῶν μου, ἀλλὰ νὰ ὁμιλήσω δὲν ἠδυνάμην. Ἀφοῦ δὲ παρῆλθεν ὥρα ἱκανή, ἤκουα ὡς ἀπὸ μακρόθεν τὰς φωνάς των. Τότε εἶδα ὡς νὰ ἦλθον δύο ἄνδρες φοβεροί, οἵτινες, ὡς μοῦ ἐφαίνοντο, ἦσαν οἱ δύο Ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, τῶν ὁποίων τὴν λαμπρότητα ἀδύνατον εἶναι νὰ διηγηθῶ. Μὲ ἐπῆραν λοιπὸν αὐτοὶ καὶ μὲ ἀνεβίβασαν εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἐκεῖνα δὲ τὰ ὁποῖα εἶχα ἐγὼ κατὰ νοῦν, αὐτοὶ τὰ ἠννόουν, ἐκεῖνα δὲ τὰ ὁποῖα διελογίζοντο ἐκεῖνοι, τὰ ἠννόουν ἐγώ· ἐνεθυμούμην δὲ ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὴ καὶ θέλω κολασθῆ, αὐτοὶ δὲ ἐβούλοντο νὰ μὲ καταβιβάσουν εἰς τὸν ᾅδην. Καθὼς λοιπὸν μὲ ἀνεβίβασαν εἰς τὸν οὐρανόν, εἶδα ἐκεῖ πλῆθος Ἀγγέλων ἀναρίθμητον, οἵτινες ἔψαλλον μεγαλοφώνως· «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου». Οἱ δὲ Ἀρχάγγελοι, οἵτινες μὲ ἐκράτουν, μοῦ ἔλεγον νὰ προσκυνήσω· ἐγὼ δὲ ἀπὸ τὸν φόβον μου, πεσοῦσα προσεκύνησα, πλὴν ποῖον προσεκύνησα δὲν εἶδον. Ἐκεῖ δὲ ὅπου προσεκύνησα, ἤκουσα φωνὴν μεγάλην, ἥτις εἶπεν· «Λάβετε αὐτὴν εἰς τὰ καταχθόνια». Καὶ πάραυτα μὲ ἥρπασαν οἱ φοβεροὶ Ἀρχάγγελοι καὶ μὲ κατεβίβασαν εἰς τόπον φοβερὸν καὶ σκοτεινόν, ἐκεῖ δὲ μὲ ἄφησαν οἱ Ἄγγελοι καὶ πλέον δὲν τοὺς εἶδα».
Ταῦτα λέγουσα ἡ Ἄννα ἔκλαιεν ἐνθυμουμένη τὴν φρικτὴν ἐκείνην κόλασιν ἀναλαβοῦσα δὲ ὀλίγον συνέχισε λέγουσα· «Εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον ἦτο πλῆθος πολὺ ἀνθρώπων, ἠκούετο δὲ κλαυθμὸς γοερὸς ἐξ ἐκείνων μὲ τοὺς ὁποίους συνηριθμήθην, ἔκλαια δὲ καὶ ἐγὼ ἡ ἀθλία διαλογιζομένη τίς νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ ἔλεγα: Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! τί θὰ γίνω; Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μοι καὶ λύτρωσόν με ἀπὸ τοῦτον τὸν σκοτεινὸν καὶ φοβερὸν τόπον, καὶ ἄν ζήσω, νὰ μετανοήσω μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Οἱ δὲ ἄλλοι ἁμαρτωλοὶ μοῦ ἔλεγον· «Καὶ σὺ ἦλθες ἐδῶ; καὶ δὲν ἤκουες ὅσα ἔλεγον τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας; δὲν ἤκουες τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, ὅστις ἔλεγε νὰ μετανοήσῃς διὰ νὰ μὴ κολασθῇς;».