Οὕτω λοιπὸν εὐχόμενος ὁ Ἅγιος ἕως τὸ μεσονύκτιον, ἦλθε πάλιν ὁ Ἄγγελος καὶ δίδων εἰς αὐτὸν θάρρος τὸν ἐστερέωσε καὶ τὸν ἔκαμε πρὸς τοὺς ἀγῶνας θερμότερον λέγων· «Κήρυξε παρρησίᾳ τὸν Χριστὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ ὑπόμεινον ἀνδρείως βασανιστήρια πρόσκαιρα, διὰ νὰ λάβῃς δόξαν αἰώνιον, νὰ ἔχῃς ἡδονὴν ἄρρητον καὶ ἀγαλλίασιν πάντοτε». Ταῦτα εἰπὼν ἔγινεν ἄφαντος· τὸ δὲ πρωΐ, καθήσας εἰς τὸν θρόνον ὁ βασιλεύς, ἔφεραν τὸν Ἅγιον, τὸν ὁποῖον ἐδοκίμασε πρότερον μὲ κολακείας νὰ τὸν διαστρέψῃ ὁ δόλιος. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠδυνήθη μὲ ἡμέρους λόγους, ἐξεσκέπασε τὸ προσωπεῖον τῆς πραότητος καὶ τὸν ἐφοβέρισε μὲ πολλὴν ἀγριότητα, νὰ τοῦ δώσῃ πάνδεινα καὶ ἐπώδυνα κολαστήρια. Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος· «Ἐγὼ τὸ ἐγνώριζα καὶ πρότερον, ὅτι μέλλεις νὰ μὲ βασανίσῃς σκληρότατα· λοιπὸν μὴ χάνῃς τὸν καιρὸν ματαίως, ἀλλὰ κάμε ὅ,τι θέλεις, ὅτι ἐγὼ ἔχω περικεφαλαίαν, ἀσπίδα καὶ σιδηροῦν ὑποκάμισον, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σὲ πολεμήσω καὶ θὰ νικήσω τὴν μεγάλην σου δύναμιν, ἵνα λάβω ἀπὸ τὸν Δεσπότην μου Χριστὸν ἐπινίκιον στέφανον. Γνώριζε δὲ ὅτι δὲν ἀλλάσσω ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μου γνώμην μὲ κανένα τρόπον, διὰ νὰ τιμήσω τοὺς δαίμονας τοὺς ὁποίους σέβεσαι σύ, ἔστω καὶ ἂν ἀπὸ τὰς πληγὰς φανῶσι τὰ σπλάγχνα μου καὶ ἐὰν μὲ ἀναλώσῃς μὲ τὰς τιμωρίας καὶ τὰ βάσανα».
Τότε ἐθυμώθη κατὰ τοῦ δικαίου ὁ ἄδικος βασιλεύς, βλέπων ὅτι δὲν φοβεῖσαι ποσῶς τοὺς λόγους του καὶ προστάσσει τους στρατιώτας νὰ τὸν δέσουν μὲ τέσσαρα σχοινία καὶ νὰ τὸν τανύσουν εἰς τέσσαρας πασσάλους ὑψηλὰ κρεμάμενον καὶ ἄλλοι μὲν νὰ κατακόπτουν τὰς σάρκας του μὲ μαχαίρας ἄνωθεν καὶ ἄλλοι νὰ τὸν κατακαίουν ἀπὸ κάτω διὰ νὰ ἔχῃ τριπλῆν τὴν βάσανον. Τούτου δὲ γενομένου, ὑπέμεινε τὰς σκληρὰς ταύτας τιμωρίας καρτερικῶς καὶ ἀνδρείως ὁ Ἅγιος, ἐπικαλούμενος δὲ τὸν Χριστὸν ἐνεδυναμοῦτο. Καὶ ἡ μὲν φλὸξ τῆς πυρᾶς ἔσβηνεν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ αἵματος, ἡ δὲ προθυμία τῆς ψυχῆς αὐτοῦ περισσότερον ηὔξανεν. Ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθον ὧραι τρεῖς, βλέπων ὁ ἀσεβὴς νενικημένον ἑαυτόν, προστάσσει νὰ τὸν καταβιβάσουν καὶ νὰ τὸν κλείσουν εἰς οἶκον τινὰ ζοφώδη καὶ σκοτεινότατον· ἤγειραν λοιπὸν αὐτὸν οἱ δήμιοι, διότι ἀπὸ τὰς πληγὰς δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ τελείως καὶ τὸν ἀπέρριψαν εἰς τὸν σκοτεινὸν ἐκεῖνον τόπον, ὡς νεκρὸν ἀκίνητον. Ὁ δὲ προσηύχετο πρὸς τὸν Θεὸν ὡς ἠδύνατο· τότε πάλιν ἦλθεν ὁ σύμμαχος Ἄγγελος λέγων· «Χαίροις, γενναῖε στρατιῶτα καὶ ἀθλητὰ τοῦ Δεσπότου ἀήττητε»· καὶ μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἔμεινεν ὁ Ἅγιος ὑγιὴς ὡς τὸ πρότερον· ὅθεν ἐγερθεὶς ηὐχαρίστει δοξάζων τὸν παντοδύναμον Κύριον.