Λόγος Β’. Πανηγυρικὸς εἰς τὴν ΕΙΣΟΔΟΝ τῆς ΠΑΡΘΕΝΟΥ, Μακαρίου τοῦ Σκορδίλη, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Αἰώνιον, διότι ἐν τῇ θείᾳ οὐσίᾳ δὲν ὑπάρχει τελείωσις τῶν χρόνων. Ἄϋλον, διότι δὲν εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν καμμία σωματικὴ ὕλη. Ἀγαθήν, διότι εἰς τὸ πέλαγος τῆς ἀγαθότητος αὐτῆς δὲν ἀκολουθεῖ καμμία κακία. Δημιουργικήν, διότι ἡ ἄπειρος ἐκείνη σοφία δίχως καμμίαν ὕλην ἐδημιούργησε τὸ πᾶν. Δικαίαν, διότι ἔχει τὸν πλοῦτον τῆς δικαιοσύνης ἐν ἑαυτῇ. Φωτιστικήν, διότι εἶναι εἰς αὐτὴν ὅλη ἡ πηγὴ τοῦ φωτός. Ἄτρεπτον, διότι δὲν μεταβάλλεται εἰς ἄλλην οὐσίαν καὶ φύσιν. Ἀπαθῆ, διότι δὲν περιγράφεται ἡ θεία ἐκείνη Οὐσία. Ἀχώρητον, διότι δὲν χωρεῖται εἰς ὅλον τὸ πᾶν. Ἀπεριόριστον, διότι δὲν περιορίζεται ἄνω ἢ κάτω, δεξιὰ ἢ ἀριστερά. Ἀόριστον, διότι δὲν εὑρίσκεται ὅρος ὅστις νὰ ἐξισοῦται μὲ αὐτήν. Ἀσώματον, διότι δὲν ἔχει τι τῶν τριγῇ διαστατῶν, μάκρος, δηλαδή, πλάτος καὶ βάθος. Ἀόρατον, διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐνατενίσῃ εἰς αὐτὴν ἄλλη τις ὅρασις. Ἀπερινόητον, διότι δὲν ἐννοῆται ὁ ἀκένωτος θησαυρὸς τῶν χαρίτων αὐτῆς. Ἀνενδεῆ, διότι δὲν ἔχει καμμίαν ἀνάγκην ἀπὸ ἄλλην οὐσίαν. Αὐτοκρατῆ, διότι ἐξ ἑαυτῆς ἔχει τὸ κράτος καὶ τὴν ἰσχύν. Αὐτεξούσιον, διότι ἔχει τὴν Βασιλείαν αὐτοδέσποτον. Παντοκρατορικήν, διότι τὰ πάντα κρατεῖ καὶ ἐξουσιάζει. Ζωοδοτικήν, διότι παρέχει τὴν ζωὴν εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. Παντοδύναμον, διότι δύναται νὰ βαστάζῃ τὰ πάντα. Ἀπειροδύναμον, διότι ὑπερνικᾷ ὅλας τὰς ἄλλας δυνάμεις. Ἁγιαστικήν, διότι χαρίζει τὸν ἁγιασμὸν καὶ εὐλογίαν. Μεταδοτικήν, διότι ἐκχέει τὸν πλοῦτον τῆς εὐσπλαγχνίας. Περιεκτικήν, διότι εἶναι ἕνα περιέχον τὸ ὁποῖον περιέχει ὅλα τὰ ὄντα. Προνοητικήν, διότι τὰ πάντα περιέπει καὶ διασῴζει. Ἀλάθητον, διότι δὲν εἶναι κανένα ἀπόκρυφον εἰς τὴν θείαν ἐκείνην γνῶσιν».

Ταῦτα φωταγωγοῦσα καὶ λέγουσα ἡ Πανάχραντος Μαρία ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Πνεύματος λαμπρύνεται καὶ αὖθις μὲ ἄλλην χρυσαυγίζουσαν λαμπηδόνα καὶ λέγει· «Ἰδοὺ θεωρῶ δύο προόδους, δύο ἀρχόμενα πρόσωπα ἐκ μιᾶς μόνης ἀρχῆς, μίαν πρόοδον γεννητικήν, μὲ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ὁ Λόγος παρὰ τοῦ Πατρός, διὰ τῆς νοήσεως, ἀνάρχως καὶ ἀϊδίως· ἄλλην πρόοδον, ἤτοι ἐκπόρευσιν ποθεινήν, μὲ τὴν ὁποίαν τὸ Πνεῦμα ὡς ἔρως προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ διαμένει εἰς τὸν Υἱὸν οὐσιωδῶς καὶ ἀδιαιρέτως κατὰ φύσιν». Μὲ τοιαύτας χρυσαυγιζούσας λάμψεις φεγγοβολοῦσα ἡ Παρθένος καὶ στᾶσα ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ναοῦ, ἰδοὺ καὶ ἄλλη ἀκτὶς τοῦ Παρακλήτου ἐπ’ αὐτήν, μὲ τὴν ὁποίαν αὐγάζει εἰς ἡμᾶς αὐγὰς τοιούτου εἴδους·