Τῇ ΚϚ’ (26ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΔΑΒΙΔ τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ.

Ταῦτα εὐξάμενος ὁ Ὅσιος, ὦ τοῦ θαύματος! ἐφωτίσθη παρευθὺς ἡ πρώην τυφλώττουσα καὶ ἔβλεπε λαμπρὰ καὶ καθαρά, εὐχαριστοῦσα τὸν Ὅσιον καὶ δοξάζουσα τὸν Κύριον. Ταύτην τὴν μεγίστην τερατουργίαν ἀκούοντες οἱ Θεσσαλονικεῖς, τὸν εἶχεν ἡ πόλις ὅλη εἰς μεγάλην εὐλάβειαν καὶ τὸν ἐτιμοῦσαν ὡς θεῖον Ἄγγελον. Ὅστις δὲ εἶχεν ἀσθένειάν τινα προσήρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ μόλις ἤθελεν ἐγγίσει τὴν δεξιὰν εἰς τὸν ἄρρωστον, ἔφευγε παρευθὺς πᾶσα ἀσθένεια καὶ ἐσκορπίζετο, καθὼς τὸ σκότος ὑπὸ τοῦ φωτὸς διαλύεται. Πολλὰ λοιπὸν καὶ ἀναρίθμητα τελέσας θαυμάσια, ἐδοξάσθη πολλὰ ἀπὸ τοὺς ἄνθρώπους καὶ τὸν ἐσέβοντο ἅπαντες.

Μετὰ χρόνους πολλοὺς ἐτελεύτησεν ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, ἔγινε δὲ ἄλλος, Ἀριστείδης ὀνόματι, ὅστις ἦτο καὶ αὐτὸς ἐνάρετος. Πλὴν ἐγίνοντο τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐκεῖ εἰς ὅλην τὴν Θεσσαλίαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους μεγάλαι ζημίαι καὶ πολλὴ σύγχυσις. Ὅθεν ὁ ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἔγραψεν εἰς τὸν Μητροπολίτην, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα, ἢ νὰ στείλῃ πρὸς αὐτὸν ἄνθρωπόν τινα ἐνάρετον, νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ ψηφίσῃ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἔπαρχον, διὰ τὴν σύγχυσιν τῶν βαρβάρων, διότι τότε δὲν ὑπῆρχεν εἰς Θεσσαλονίκην ἔπαρχος ἀλλὰ μόνον τοποτηρητής, ὑπήγοντο δὲ εἰς τὸν ἔπαρχον Σιρμίου. Ἀναγνώσας λοιπὸν ὁ ἁγιώτατος Ἀριστείδης, ὁ τῆς Θεσσαλονίκης Ἀρχιεπίσκοπος, τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἐπάρχου ἔμπροσθεν τῶν κληρικῶν καὶ τῶν ἀρχόντων τῆς πόλεως, τοὺς εἶπε νὰ ψηφίσουν κατάλληλον τινὰ καὶ λόγιον ἄνθρωπον, νὰ τὸν στείλουν εἰς τὸν βασιλέα δι’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν.

Τότε λοιπὸν συναθροισθέντες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὅλοι τῆς πόλεως ἐβόησαν ἀπὸ συμφώνου νὰ στείλουν τὸν Ὅσιον Δαβίδ, διὰ νὰ τὸν εὐλαβηθῇ ὁ εὐσεβέστατος βασιλεύς, ὡς ἐνάρετον καὶ Ἅγιον ἄνθρωπον, καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν παράκλησίν των. Τοῦτο δὲ ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν τῆς θείας Προνοίας, διὰ νὰ πληρωθῇ τοῦ Ἀγγέλου ἡ πρόρρησις, ὅστις εἶπεν εἰς τὸν Ὅσιον νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸ δένδρον, διὰ νὰ κάμῃ καὶ ἄλλην οἰκονομίαν καὶ τότε νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον.