Τότε ἐκεῖνοι προσποιούμενοι καλωσύνην τὸν ἐκολάκευον καὶ ὑπέσχοντο νὰ τοῦ δώσουν μεγάλα χαρίσματα καὶ ἀξιώματα, οὗτος δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, ὅτι καὶ ὅλον τὸν κόσμον ἐὰν τοῦ χαρίσουν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξουν τὴν γνώμην του. Τότε τοῦ λέγουν· «ποῦ ἐπῆγες χθές, καὶ ποῖος ἱερεὺς σὲ ἐδίδαξε νὰ κάμῃς τοιαύτην πρᾶξιν;» (διὰ νὰ πάρουν κανένα λόγον ἀπὸ τὸ στόμα του). Ὁ δὲ Μάρτυς τοὺς ἀπεκρίθη, ὅτι οὐδένα ἐγνώριζε καὶ ὅτι μοναχός του ἐκινήθη εἰς τοῦτο· αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπον· «ὁ διάβολος εἰσῆλθεν εἰς σὲ καὶ μετέστρεψε τὴν γνώμην σου». Ἐκεῖνος τοὺς ἀπεκρίθη· «ἐγὼ τώρα δὲν ἔχω ἐντός μου ἄλλον, παρὰ τὸν Θεόν, τὸν Ἰησοῦν μου Χριστόν, καὶ τὴν Παναγίαν μου». Τότε πάλιν τοῦ λέγουν «τώρα θέλεις ἰδῆ τὴν κεφαλήν σου νὰ κυλίσῃ εἰς τοὺς πόδας σου, καὶ θὰ ἴδωμεν ἐὰν ἔρχεται ἡ Παναγία σου νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ». Καὶ ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «ὅ,τι θέλετε κάμετε, ἐγὼ ἕτοιμος εἶμαι». Τότε ἰδόντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, μάλιστα ἐπειδὴ τοὺς εἶχεν ἔλθει σουλτανικὴ διαταγή, ὅτι κινδυνεύει τὸ βασίλειόν των καὶ νὰ προφθάσουν ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅτι ἐπετέθησαν ἐναντίον των οἱ ἐχθροί, καὶ ἦσαν πολὺ τεταραγμένοι, δὲν τοὺς ἐπέτρεπεν ἡ ὥρα νὰ ἐνασχολῶνται εἰς τὰς βασάνους αὐτοῦ, ἢ κατὰ θείαν εὐδοκίαν, διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ ταχύτερον τὸν τοῦ Μαρτυρίου δρόμον, ἔδωκαν κατ’ αὐτοῦ τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν, ἐντὸς τριῶν ὡρῶν ἀφ’ οὗ παρουσιάσθη.
Ἔφεραν λοιπὸν τότε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης ὀπισθάγκωνα δεδεμένον, καὶ οἱ μὲν ἀσεβεῖς ὕβριζον καὶ ἠτίμαζον αὐτόν, ἐκεῖνος δὲ ὁ γενναιόψυχος δὲν ἐπεριπάτει ἀργῶς, ἀλλ’ ἔτρεχε μὲ φαιδρὸν πρόσωπον ἀγαλλόμενος, ὅσους δὲ τῶν Χριστιανῶν συνήντα καθ’ ὁδὸν ἀποχαιρετῶν, ἔλεγεν αὐτοῖς τὸ «ἔχετε ὑγείαν». Ὥδευε δὲ μετὰ προθυμίας, ἐπικαλούμενος τὸ θεῖον ἔλεος, ὡς νὰ ἐπορεύετο εἰς χαρὰν καὶ πανήγυριν, ὅτι μέλλει νὰ χύσῃ τὸ αἷμά του ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόσον θαρραλέος καὶ γενναῖος ἐστέκετο εἰς τὸν καιρὸν τῆς θανατώσεώς του, ὥστε ἔφερεν εἰς ἔκπληξιν τοὺς εὑρεθέντας Ἀγαρηνούς, καὶ δὲν ἀπετόλμα τις νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ, δὲν γνωρίζω τί ὑποπτευόμενοι, ἀλλὰ καθεὶς ἐπροφασίζετο καὶ παρεκίνει τὸν ἄλλον, διὰ νὰ τοῦ κόψῃ τὴν κεφαλήν, δὲν εὑρέθη δὲ κανεὶς ἀπὸ τὴν συνοδείαν των νὰ τὸν ἀποκεφαλίση. Μόνον εἷς ἀρνησίχριστος εὑρέθη, ὅστις ὑπερέβαλλε τοὺς ἄλλους εἰς τὴν κακίαν. Αὐτὸν ἔστειλαν καὶ ἔφεραν καὶ αὐτὸς ἐκίνησε τὸ ξίφος κατὰ τοῦ Μάρτυρος ὁ θεοστυγέστατος.