Τότε ὅμως, ὅτε παρεστάθη εἰς τὸν κριτήν, δὲν παρρησιάσθη ὡς Μοναχός, ἀλλ’ ἐν σχήματι κοσμικοῦ. Ὅθεν τοῦ λέγει ὁ κριτής· «διατί ἔχεις ἀφημένα τὰ γένεια;». Ἀπεκρίθη: «ἔκαμα ἀπόφασιν τοιαύτην καὶ τὰ ἄφησα πρὸ καιροῦ». Τότε ὁ κριτὴς ἐχάρη, ὅτι ἔρχεται ὁλοψύχως εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ εἶπεν αὐτῷ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγους τινὰς βλασφήμους, τοὺς ὁποίους συνηθίζουσι νὰ λέγωσιν εἰς τοὺς τοιούτους, αὐτὸς δὲ ὁ δυστυχὴς ἀπεκρίθη ὡς προσετάχθη. Τότε τὸν κατήχησεν ὁ κριτὴς τὴν ψυχώλεθρον αὐτῶν κατήχησιν καὶ τὸν συνεβούλευσε νὰ μείνῃ στερεὸς εἰς τὸν λογισμόν του, ἀφήσας αὐτὸν ἕως δέκα πέντε ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας τὸν ἔλαβεν εἰς τὴν ἐπίβλεψίν του ὁ διοικητὴς τῶν Γενιτσάρων μὴ τυχὸν ὁμιλήσῃ μέ τινα Χριστιανόν· ὕστερον δὲ ἀπὸ δεκαπέντε ἡμέρας τοῦ ἔδωκαν καὶ τὸ σημεῖον τῆς κατ’ αὐτοὺς περιτομῆς. Ἀλλ’ ὦ τῆς ταχείας μεταβολῆς καὶ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου! Εὐθὺς μόλις ἔλαβε τὴν βδελυρὰν σφραγῖδα, ἤλλαξεν ὁ λογισμός του, ἤρχισε νὰ τὸν κατελέγχῃ ἡ συνείδησις καὶ ὁ πρὶν ἀπεγνωσμὲνος ἦλθεν εἰς αἴσθησιν τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε λοιπὸν νὰ φανερώσῃ τὴν τελευταίαν του γνώμην εἰς κανένα Πνευματικὸν ἤ τινα τῶν Χριστιανῶν, ὅμως ὅστις τὸν ἔβλεπε μὲ τοιοῦτον ὀθωμανικὸν σχῆμα, δὲν τὸν ἐδέχετο φοβούμενος. Ὕστερον ἀποτολμᾷ καὶ κρυφίως εὑρὼν καιρὸν ἁρμόδιον, χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν οἱ φυλάσσοντες αὐτόν, ἔρχεται εἰς φίλον του τινὰ Πνευματικόν, τὸν ὁποῖον ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν σκήτην, ὅστις βλέπων αὐτὸν μὲ τοιοῦτον σχῆμα (ἐπειδὴ ἐφόρει πράσινα καὶ λευκὸν κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλὴν) ἔμεινεν ἐκστατικός, ἠξεύρων τὴν πρώτην κατάστασίν του καὶ ἀπὸ ποίαν ζωὴν ἐνάρετον εἰς τίνα κατάστασιν ἐλεεινὴν ἦλθεν. Ἐλυπήθη ὅθεν πολύ, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν ἐξετάζῃ πῶς καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν κατήντησεν εἰς τοιαύτην ἀξιοδάκρυτον κατάστασιν.
Τότε διηγήθη ἐκεῖνος καταλεπτῶς ὅλα τὰ ἄνω εἰρημένα καὶ πῶς μεγάλως μετενόησε καὶ θέλει νὰ μαρτυρήσῃ, ἵνα διὰ τῆς ἐκχύσεως τοῦ αἵματός του ἀποπλύνῃ τὸ τῆς ἀρνήσεως δεινὸν ἁμάρτημα. Τότε τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός· «ἀδελφέ μου, αὐτὸ ὅπου μοὶ λέγεις εἶναι ἅγιον, ὅμως ὁ καιρὸς δὲν συμφέρει, μάλιστα αὐτὸς ὅπου σὲ ἔχει εἰς τὴν ἐπιστασίαν του, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Γενιτσάρων, εἶναι ἄνθρωπος φοβερός, ὥστε τὸν τρέμουν οἱ Τοῦρκοι ὅλοι, καθὼς τὸ ἠξεύρεις, καὶ θὰ σὲ ὑποβάλῃ εἰς μεγάλα καὶ δεινὰ κολαστήρια, ὅσα ἤθελε τὸν ἐμπνεύσει ὁ πατήρ των διάβολος,