σὺ δέ, νέος ὤν, ἐνδέχεται νὰ μὴ ὑποφέρῃς, ὅθεν ὕστερον θέλεις λυπήσει ὄχι μόνον ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς συνασκητὰς καὶ φίλους σου καὶ ὅλους τοὺς ἐδῶ Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Μαρτύρων, οἵτινες θέλουν λυπηθῆ ὅταν σὲ ἴδωσιν, ἀντὶ νικητοῦ, πάλιν ἐκ δευτέρου νενικημένον, ἀντὶ δὲ στεφανίτου, ἀξιοδάκρυτον. Πλὴν ἄκουσόν μου καὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ φίλου σου· ἐπειδὴ ἦλθες νὰ μὲ συμβουλευθῇς ὡς Πνευματικόν, σοὶ λέγω, ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία νικῶσα τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ· ὅθεν ἄκουσον καὶ ἐμὲ καὶ κάμε τὸν Σταυρόν σου νὰ ἐπιστρέψῃς καλῶς ὅθεν κακῶς ἐξῆλθες, εἰς τὴν μετάνοιάν σου καὶ εἰς τὸν γέροντά σου, τὸν ὁποῖον θέλεις χαροποιήσει μὲ τὴν ἐπιστροφήν σου, καθὼς καὶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου καὶ σκητιώτας».
Εἰς τοὺς καλοὺς τούτους λόγους τοῦ Πνευματικοῦ οὐδόλως ἀνεπαύετο ὁ ὁλοψύχως μετανοήσας Προκόπιος· ὅθεν διϊσχυρίζετο λέγων· «εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατον νὰ ὑπάγω μὲ τοιοῦτον σχῆμα εἰς τὴν μετάνοιάν μου. Ἂν δὲ καὶ γνωρίζω ὅτι θέλουν μοὶ δώσει μύρια καὶ πάνδεινα κολαστήρια καὶ βέβαια ἐξ ἀνάγκης μέλλω νὰ ἀποθάνω, ὅμως ἐλπίζω εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐνεδυνάμωσε καὶ ἐνδυναμοῖ ὅλους τοὺς Μάρτυρας, νὰ μὲ βοηθήσῃ καὶ ἐμέ. Μόνον τοῦτο σὲ παρακαλῶ πολλά, ἂν εἶναι τρόπος νὰ μὲ μυρώσῃς καὶ νὰ συνεργήσῃς εἰς τὸ νὰ μεταλάβω τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων· ἀλλὰ δὲν ἔχω καιρὸν νὰ λείψω ἀπὸ τὴν ἐπιτήρησιν οὔτε μίαν ὥραν, καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς νὰ τὸ κάμω, ἐπειδὴ μὲ φυλάττουν νὰ μὴ τοὺς φύγω». Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· «δὲν ἔχω τὸν τρόπον νὰ σὲ μυρώσω· πλὴν δὲν εἶναι ἀνάγκη, ἐπειδὴ ἀποφασίζεις μὲ γενναιότητα νὰ βαπτισθῇς μὲ τὸ αἷμά σου, ὅπερ εἶναι τὸ ὕστατον βάπτισμα, τὸ ὁποῖον δὲν μολύνεται πλέον μὲ ἄλλας ἀκαθαρσίας καὶ καθαίρει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν, καὶ μάλιστα τὸ ἔγκλημα τῆς ἀρνήσεως· καλὰ καὶ σωτήρια καὶ προφυλακτικὰ εἶναι καὶ αὐτὰ ὅπου ζητεῖς, ὅμως δεύτερα ἀπὸ τὸ Μαρτύριον».
Ἀπὸ τότε ἤρχισε, νὰ συχνάζῃ εἰς τὸν φίλον του Πνευματικόν, μὲ μεγάλην προσοχὴν νὰ μὴ τον ἀντιληφθοῦν, λαμβάνων δὲ θάρρος πάλιν ἀνεχώρει κρυφίως ἕως δεκαπέντε