Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐλυπεῖτο διὰ τὴν ἀναχώρησιν ἐκ τοῦ ὄρους καὶ τότε ἔρχεται πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθὼ καὶ βλέπων τὸν Ὅσιον λυπούμενον λέγει πρὸς αὐτόν· «Διατί λυπεῖσαι, Ἀββᾶ; Τί ἠδύνασο νὰ πράξῃς τώρα εἰς τὴν βαθεῖαν ἔρημον οὕτω γηράσας καὶ ἀσθενής;». Ὁ δὲ μακάριος Σισώης δακρύων εἶπε· «Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Καὶ μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου, ὅτι εὑρίσκομαι εἰς τὴν ἔρημον μὲ ἔφθανεν, ἐνῷ ἐδῶ καὶ μόνος ὁ λογισμὸς ὅτι εὑρίσκομαι πλησίον κατοικουμένου τόπου μὲ στενοχωρεῖ».
Καθημένων δὲ Γερόντων παρὰ τὴν κλίνην τοῦ Ὁσίου, εἶδον ὡς νὰ ὁμιλῇ μετά τινων καὶ λέγουν πρὸς αὐτόν· «Τί βλέπεις, Ἀββᾶ;». Λέγει ὁ Ὅσιος· «Βλέπω τινὰς ἐλθόντας ἐπ’ ἐμὲ καὶ παρακαλῶ αὐτοὺς νὰ μὲ ἀφήσωσιν ἀκόμη ὀλίγον νὰ μετανοήσω». Λέγει τότε εἷς τῶν Γερόντων· «Καὶ ἐὰν σὲ ἀφήσωσι, δύνασαι πλέον νὰ χρησιμεύσῃς εἰς μετάνοιαν;». Λέγει τότε ὁ Ὅσιος εἰς αὐτόν· «Ἂν καὶ δὲν δύναμαι νὰ πράξω τίποτε, ὅμως στενάζω ἐπάνω τῆς ψυχῆς μου ὀλίγον καὶ αὐτὸ μὲ ἀρκεῖ». Εὑρισκομένου δὲ κατ’ ἄλλην ὥραν τοῦ Ὁσίου εἰς τὸ κελλίον αὐτοῦ μόνου μετὰ τοῦ μαθητοῦ του, ἠκούσθη κτύπος εἰς τὴν θύραν. Ἐννοήσας δὲ ὁ Ὅσιος ὅτι ἦτο ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας, λέγει εἰς τὸν μαθητήν του Ἀβραάμ· «Εἰπὲ εἰς τὸν κρούσαντα, ἐγὼ Σισώης εἰς τὸ ὄρος, Σισώης καὶ εἰς τὸ στρωμνίδιον», ἐννοῶν τὴν πτωχικὴν στρωμνὴν ἀπὸ ράκη ἀντὶ τῆς ψάθης, τὴν ὁποίαν ἐχρησιμοποίει εἰς τὸ Ὄρος, καὶ ἐπὶ τῆς ὁποίας τὸν εἶχον ἤδη ἀποθέσει πρὸς ὀλίγην ἀνάπαυσιν. Ἐξελθὼν τότε ὁ Ἀβραὰμ οὐδένα εἶδε, διότι μὲ τὸν λόγον τοῦ Ὁσίου ἀφανὴς ἐγένετο ὁ ἐχθρός.
Μαθόντες δὲ καὶ ὁ λαὸς ὅτι ὁ Ὅσιος Σισώης εὑρίσκεται εἰς τὸ Κλύσμα, ἔσπευσαν πολλοὶ νὰ τὸν ἴδουν. Ὁμιλήσαντες δὲ πολλὰ ἐπερίμεναν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸν Ὅσιον λόγον σωτηρίας. Ὁ Ὅσιος ὅμως μὴ θέλων νὰ μεγαλύνεται τὸ ὄνομά του καὶ μὴ ἀναπαυόμενος εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὐδὲν ἀπεκρίνετο. Λέγει τότε εἷς ἐξ αὐτῶν· «Τί θλίβετε τὸν Γέροντα; δὲν τρώγει, δι’ αὐτὸ καὶ δὲν δύναται νὰ ὁμιλήσῃ». Τότε ἀπεκρίθη ὁ Ὅσιος μὲ ἁπλότητα λέγων· «Ἐγώ, ὅταν ἔχω ἀνάγκην, τρώγω». Ὅταν δὲ ἔμειναν μόνοι μὲ τὸν μαθητήν του, λέγει πρὸς αὐτόν· «Πάρε με καὶ πάλιν εἰς τὸ ὄρος, διότι δὲν δύναμαι νὰ μείνω πλέον ἐδῶ». Οὕτω δὲ καὶ ἐγένετο.