Εἶχε δὲ ὁ Ὅσιος τόσον ἀγαπήσει τὴν νηστείαν καὶ τόσον ἀφωσιοῦτο εἰς τὴν προσευχήν, ὥστε πολλάκις ἐπὶ ἡμέρας δὲν ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ λάβῃ τροφήν. Ὅτε δὲ τοῦ ὑπενθύμιζε ὁ μαθητής του τὸ φαγητὸν ἔλεγε πολλάκις μὲ μακαρίαν ἁπλότητα· «δὲν ἐφάγομεν, τεκνον;». Ἀπαντῶντος δὲ τοῦ μαθητοῦ ὅτι δὲν ἔφαγον ἔλεγεν· «Ἐὰν δὲν ἐφάγομεν, φέρε καὶ τρώγομεν». Ὅτε δὲ ὁ Ὅσιος ἦτο μόνος ἠγωνίζετο πολὺ περισσότερον εἰς τὴν νηστείαν, ὅτε ὅμως προσήρχοντο πρὸς αὐτὸν ξένοι ἦτο φιλόξενος, ἐπεριποιεῖτο αὐτούς, τοὺς ἔδιδε τροφὴν καὶ ἐδείκνυεν ἐξ ἀγάπης ὅτι τρώγει μαζί των. Μετὰ ὅμως τὴν ἀναχώρησιν τῶν ξένων ἐπεδίδετο εἰς μεγαλυτέραν νηστείαν διὰ κανόνα τῆς τροφῆς, τὴν ὁποίαν ἔλαβε μετὰ τῶν ξένων.
Τοῦτο καλῶς ἐγνώριζον οἱ μαθηταὶ τοῦ Ὁσίου καὶ πολὺ τὸν ἐπρόσεχον. Ἦλθε δέ ποτε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Ἀδέλφιος, Ἐπίσκοπος Ἠλιουπόλεως τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὸν Ὅσιον. Ὅτε δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσῃ ἂν καὶ ἦτο πρωῒ ἔστρωσεν ὁ Ὅσιος τράπεζαν μὲ χυλὸν σίτου καὶ παξιμάδι διὰ τὸν κόπον τῆς ὁδοιπορίας· ἔτρωγε δὲ καὶ αὐτὸς μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου. Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἦλθον καὶ ἄλλοι ξένοι καὶ ὁ Ὅσιος ἔδωσεν ἐντολὴν εἰς τὸν μαθητήν του νὰ δώσῃ καὶ εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἰδίαν τροφήν, ἐπειδὴ ἦσαν κουρασμένοι. Λέγει δὲ ὁ Ἐπίσκοπος· «Μὴ τοὺς δίδετε τώρα τροφὴν διὰ νὰ μὴ εἴπωσιν ὅτι ὁ Ἀββᾶς Σισώης τρώγει ἀπὸ πρωΐας». Προσέξας δὲ ὁ Ὅσιος τὸν Ἐπίσκοπον λέγει εἰς τὸν μαθητήν· «Ὕπαγε καὶ δῶσε εἰς αὐτούς». Ὅτε δὲ εἶδον τὴν τροφὴν οἱ ξένοι, ἀντὶ νὰ κατακρίνωσιν, ὡς ἐνόμισεν ὁ Ἐπίσκοπος, εἶπον· «Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως καὶ ὁ Γέρων τρώγει μαζί των;». Ἐπιβεβαιώσαντος δὲ τοῦτο τοῦ ἀδελφοῦ, ἤρχισαν ἐκεῖνοι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ λέγουν· «Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσῃ, διότι ἀφήκατε τὸν Γέροντα νὰ φάγῃ ἀπ’ αὐτῆς τῆς ὥρας! Δὲν γνωρίζετε ὅτι τώρα ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἔχει νὰ κοπιάσῃ;». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἐπίσκοπος ἐθαύμασε καὶ βαλὼν μετάνοιαν εἰς τὸν Ὅσιον εἶπε· «Συγχώρησόν μοι, Ἀββᾶ, διότι ἐγὼ ἀνθρωπίνως κρίνων ὡμίλησα, σὺ δὲ ἔπραξας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Λέγει τότε ὁ Ὅσιος· «Ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς δοξάσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν εἶναι».
Ὅτε δὲ πλέον ἐγήρασε πολὺ καὶ ἐκ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς ἀσκήσεως ἠσθένησεν, ἔφερον αὐτὸν οἱ μαθηταί του πλησίον τῆς πόλεως, ἥτις ὠνομάζετο Κλύσμα, διὰ νὰ περιποιηθοῦν αὐτὸν δεόντως.