Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ὁ νέος, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αχοθ’ (1679), ξίφει τελειοῦται.

Ὁ δὲ Μάρτυς, λαβὼν τὴν ἐπιστολήν, ἔσπεισε νὰ παραδώσῃ ταύτην εἰς τὰς χεῖρας τοῦ βεζύρη, ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο καὶ ἔκρινε τὰς διαφορὰς τῶν προσερχομένων· ὅμως, διασχίζων τὸ πλῆθος, ἠμποδίζετο ὑπὸ τῶν τσαουσάδων, τῶν μὲν τυπτόντων, τῶν δὲ ἐξουθενούντων αὐτὸν ἀνηλεῶς. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος Μάρτυς δὲν ἐδειλίασε καὶ ὅσον ἠμποδίζετο, τόσον μᾶλλον ἐθάρρει καὶ εἰσήρχετο· «δίκαιός, φησιν, ὡς λέων πέποιθε». Βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς καὶ μὴ γινώσκων τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν ἐτυράννουν αὐτόν, εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους· «Τί διαφορὰν ἔχετε μὲ τὸν πτωχὸν τοῦτον Καλόγηρον καὶ δὲν τὸν ἀφήνετε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν δικαστήν, νὰ εἰπῇ τὸν πόνον του;». Τότε ἐκραύγαζον πολλοί, λέγοντες· «Ὑβριστὴς εἶναι τῆς πίστεώς μας καὶ τοῦ προφήτου μας, καὶ δι’ αὐτὸ τὸν ὑβρίζομεν». Ταῦτα ἀκούσας ἐκεῖνος ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἁρπάσας τὸν Μάρτυρα ἔφερεν αὐτὸν μὲ τρόπον βάρβαρον πρὸ τοῦ βεζύρη.

Ὁ δὲ βεζύρης μὲ πολλὴν ἡμερότητα, κατ’ ἀρχάς, ἠρώτησεν αὐτόν· «Τὶς εἶσαι, ὦ Μοναχέ; καὶ τί ζητεῖς καὶ ἦλθες ἐδῶ;». Ὁ δὲ Μάρτυς μὲ πολλὴν παρρησίαν ἀπεκρίθη· «Τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν, ἐνδοξότατε αὐθέντα, ζητῶν ἦλθον ἐδῶ, διὰ νὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ σὲ πείσω νὰ ἀφήσῃς ταύτην τὴν ἀπατηλὴν θρησκείαν, τὴν ὁποίαν πιστεύεις, νὰ προσέλθῃς δὲ εἰς τὴν πίστιν τοῦ γλυκυτάτου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὄντως ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ βαπτισθῇς ἐν τῷ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, διὰ νὰ γίνῃς Χριστιανὸς καὶ νὰ κληρονομήσῃς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα εἶπεν ὁ Μάρτυς ἀφόβως. Ὁ βεζύρης τότε ἐξεπλάγη, ἰδὼν τὴν τόσην ἀνδρείαν καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἀνδρὸς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἀπὸ ποίαν ἐνορίαν εἶσαι καὶ εἰς ποῖον Μοναστήριον ἀνετράφης;». Καὶ ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὰ Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα εἶναι κάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ, ἰδικά μου εἶναι». «Μὴ τυχὸν καὶ σὲ ἔστειλεν ὁ Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων νὰ μὲ διδάξῃς;» ἠρώτησε πάλιν ὁ βεζύρης. Καὶ ὁ Μάρτυς ἀπήντησεν* «Οὔτε εἶδον αὐτόν, ἀφ’ οὗ ἦλθον ἐνταῦθα». «Μήπως εἶσαι μεθυσμένος;» εἶπεν ὁ βεζύρης. Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Οὐδὲ ἄρτον ἔφαγον σήμερον». «Μήπως εἶσαι τρελλός;» ἠρώτησε τώρα ὁ βεζύρης ὀργιζόμενος. Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Σῶον ἔχω τὸν νοῦν μου καὶ ὑγιῶς φρονῶ, ὦ δικαστά. Διὰ τοῦτο ἦλθον νὰ σὲ διδάξω, νὰ ἀφήσῃς αὐτὴν τὴν θρησνείαν, τὴν ὁποίαν πιστεύεις, διὰ νὰ μὴ κολασθῇς, καὶ νὰ γνωρίσῃς τὸν Ποιητὴν καὶ Σωτῆρά σου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Θεόν· καὶ νὰ πιστεύσῃς εἰς Αὐτόν, διὰ νὰ κληρονομήσῃς τὴν οὐράνιον βασιλείαν Αὐτοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, καὶ νὰ λάβῃς δόξαν ἄφθαρτον, ἀντὶ ταύτῃς τῆς προσκαίρου δόξης, τὴν ὁποίαν ἔχεις τώρα».