Εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐκοιμήθη ὁ μέγας Αὐξέντιος, ἀφήνων τὸν μακάριον Βενδιμιανὸν κληρονόμον τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ ὑπογραμμὸν τῆς ἀσκήσεως. Οὗτος ἔκτισε μόνος κελλίον πολλὰ μικρόν, κάτωθεν τῆς κέλλης τοῦ Γέροντος, εἰς τὸ ὁποῖον ἔκαμε χρόνους πέντε, ἔχων τὸν νοῦν του πρὸς τὰ οὐράνια ὑψούμενον πάντοτε καὶ προβλέπων, ὡς εἰς καθρέπτην, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολίτευμα καὶ τοὺς ὁποίους ἠγωνίζετο νὰ μιμῆται, ὅσον ἠδύνατο, μὲ τὸν ἱδρῶτα καὶ ἀγῶνα τῆς πολλῆς ἀσκήσεως. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ τόπος ἐκεῖνος ἦτο πολλὰ βλαβερὸς καὶ στενόχωρος, ἐταλαιπωρεῖτο πολὺ ὁ Ὅσιος καὶ ἦτο πολὺ ἀδυνατισμένος ἀπὸ τὴν τραχύτητα τοῦ τόπου καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν νηστείαν καὶ κακοπάθειαν. Ὅθεν, μὴ ὑποφέρων, ὁ κοινὸς Πατὴρ καὶ Δεσπότης ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ βλέπῃ τὸν δοῦλον του εἰς τόσην στενοχωρίαν καὶ κάκωσιν, ἔτι δὲ καὶ εἰς ὑπέρμετρον ἄσκησιν, συγκατένευσεν ὡς ἰατρὸς εὐσπλαγχνικώτατος καὶ ἦλθεν ἐμφανῶς νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν φίλον του. Φανεὶς λοιπὸν εἰς αὐτόν, τὸν ἐπρόσταξε νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν τόπον τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου, νὰ μείνῃ ἐκεῖ ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ κάμνῃ δὲ τὸν ἀγῶνα τοῦ Γέροντος καὶ ὄχι περισσότερον, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως. Ταῦτα ἐκέλευσεν ὁ Δεσπότης ἡμῶν διὰ δύο αἰτίας· πρῶτον διὰ νὰ μὴ ἀπομείνῃ ἔρημος ὁ τόπος τοῦ Αὐξεντίου ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εὑρίσκετο ἐκεῖ, καὶ δεύτερον διὰ νὰ μὴ ταλαιπωρῆται πολὺ ὁ ἠγαπημένος του μὲ τὴν κάτω στενοχωρίαν καὶ ξένην διαγωγὴν καὶ ἀποθάνῃ προώρως. Ἀνέβη λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους καὶ ἠγωνίζετο ἐπιμελούμενος τὴν ψαλμῳδίαν καὶ ἀκολουθίαν του.
Ἀλλ’ ὁ πονηρὸς καὶ μισόκαλος διάβολος, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τοιοῦτον φωστῆρα τῆς οἰκουμένης λαμπρότατον, νὰ φωτίζῃ ὅλην τὴν γῆν μὲ τὴν συμβουλὴν καὶ πολιτείαν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐξήγαγε πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀπώλεσιν, ἐσύναξε νύκτα τινὰ ὅλους τοὺς ὑπηρέτας αὐτοῦ, δηλαδὴ τοὺς ἄλλους δαίμονας, οἵτινες μετεμορφώθησαν εἰς ἀετοὺς καὶ γύπας καὶ κόρακας καὶ ὅταν προσηύχετο ὁ Ὅσιος ἐφώναζαν αὐτοὶ οἱ κατάρατοι, διὰ νὰ συγχίζουν τὴν ἡσυχίαν του καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ προσεύχηται· ἀλλ’ ὅμως ὅσον ἐξέσχιζον τὰς θύρας καὶ τοὺς τοίχους μὲ τοὺς ὄνυχάς των καὶ μεγάλως ἐφώναζαν, τόσον ἐκεῖνος ἔψαλλε δυνατώτερα καὶ περισσοτέραν ὥραν εἰς πεῖσμα των, ἕως ὅτου τοὺς ἔκαμνε καὶ ἔφευγαν, μὴ δυνάμενοι νὰ λακτίζουν πρὸς κέντρα [7] καὶ νὰ γράφωσι, κατὰ τὸ ρητόν, εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τὰ περὶ τῆς ἀσκήσεως αὐτοῦ καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον διαγωγῆς καὶ ἂς εἴπωμεν ὀλίγα τινὰ περὶ τῆς χάριτος, τὴν ὁποίαν ἔλαβε καὶ τῆς διακρίσεως διὰ τῆς ὁποίας προεφήτευε τὰ μέλλοντα, διότι ζημία εἶναι διὰ τοὺς φιλαρέτους ἄνδρας ἐὰν σιωπήσωμεν.