ἐκλέξας ἐκ τῶν Μοναχῶν τοῦ Μοναστηρίου τὸν πλέον ἐνάρετον καὶ καταστήσας αὐτὸν Ἡγούμενον, ἔλαβε τὰς εὐχὰς ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ ἀπελθὼν κρυφίως εἰς τοὺς πρόποδας ὄρους τινός, τόπον ἁρμόδιον πρὸς ἡσυχίαν, κατῴκησεν ἐκεῖ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸν Ποιμένα ἐζήτουν τὰ πρόβατα καὶ δὲν ἔπαυον οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου νὰ ἐρευνῶσι τὰ ὄρη καὶ τὰς ὑπωρείας δι’ αὐτόν, τὸν εὗρον εἰς τὴν ὑπώρειαν ἐκείνην τοῦ ὄρους, χωρὶς στέγην, χωρὶς σκέπασμα καὶ χωρὶς ἄλλην τινὰ παρηγορίαν. Ὅθεν συλλογιζόμενοι τὴν δριμύτητα τῶν χιόνων καὶ τοῦ χειμῶνος καὶ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, τὰ ὁποῖα ἐδοκίμασεν ὁ ἀοίδιμος, παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· «Διατί, τίμιε Πάτερ, ταλαιπωρεῖς μὲ τόσας πολλὰς σκληραγωγίας τὸν ἑαυτόν σου; ἢ δὲν σκέπτεσαι τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον εἶναι πλασμένον ἀπὸ χῶμα καὶ ἔχει φυσικὸν ἰδίωμα νὰ φθείρηται ταχέως ἀπὸ τὰς τῶν καιρῶν δυσκρασίας;».
Μόλις λοιπὸν καὶ μετὰ βίας ἐπείσθη ὁ Ὅσιος εἰς τὴν συμβουλὴν τῶν ἀδελφῶν. Ὅθεν παραγγέλλει εἰς αὐτοὺς νὰ τοῦ κατασκευάσωσι μεμονωμένον μικρὸν κελλίον, ἀφ’ οὗ δὲ τοῦτο ἐπερατώθη, ἐγκατεστάθη εἰς αὐτὸ καὶ ἡσύχαζε. Βλέπων δὲ τὰς ἀνάγκας τοῦ Μοναστηρίου εἰσῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν καὶ κλίνας τὰ γόνατα εἰς τὸ ἔδαφος, ἔλεγε προσευχόμενος· «Ἀξίωσον, ὦ Κύριε, νὰ ἔλθωσιν εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους ἀδελφοὶ πρόθυμοι νὰ εὐαρεστήσωσι τὴν ἰδικήν σου μεγαλειότητα». Τότε λοιπὸν ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον δύο εὐλαβέστατοι κοσμικοί, ὡς νὰ ἦσαν παρὰ Θεοῦ ἀπεσταλμένοι, οἵτινες παρεκάλουν νὰ κουρευθοῦν Μοναχοὶ καὶ νὰ ὑποταχθῶσιν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Τούτους ὑποδεξάμενος ὁ Ὅσιος, ὡς ἀπεσταλμένους παρὰ Θεοῦ, ἐνέδυσεν αὐτοὺς τὰ ἱερὰ τοῦ Σχήματος ἐνδύματα καὶ ἐπιθέτει εἰς αὐτοὺς τὰ ὀνόματα τῶν προκρίτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου, τὸν μὲν ἕνα μετονομάσας Πέτρον, τὸν δὲ ἄλλον Ἰωάννην καὶ μετ’ αὐτῶν ἐτέλει θερμοτέρας τὰς πρὸς τὸν ἀγαθὸν Θεὸν προσευχάς του.
Ἀλλ’ ὁ πατὴρ τῆς κακίας διάβολος δὲν ὑπέφερεν ἐπὶ πολὺν χρόνον νὰ βλέπῃ τὰς πονηρίας καὶ μηχανορραφίας του ματαιουμένας ἀπὸ τὸν Ἅγιον. Ὅθεν φέρει εἰς αὐτὸν τοσοῦτον μέγα πλῆθος κωνώπων, ὥστε δὲν ἠδύνατο οὐδὲ κἂν νὰ ἀναπνεύσῃ ἐξ αἰτίας αὐτῶν, διότι καὶ ὅταν ἔπιπτεν ὁ Γέρων νὰ κοιμηθῇ, ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν οἱονεὶ σκόλοπες καὶ ὅταν ἠγείρετο εἰς προσευχήν, εἰσέδυον διὰ τοῦ στόματός του εἰς τὸν λάρυγγά του· ἐὰν δὲ ἤθελε νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως μὲ ὀλίγον καὶ εὐτελὲς φαγητόν, ἐγέμιζε καὶ ἐκεῖνο ἀπὸ κώνωπας.