Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΜΩΫΣΕΩΣ τοῦ Αἰθίοπος.

Θαυμάσας ὁ Ἀρχιερεὺς τὴν συνετὴν ταύτην ἀπόκρισιν, τότε μὲν ἀποχαιρετήσας αὐτὸν ἀπέλυσεν, ὕστερον δὲ μετὰ καιρὸν ἠθέλησε νὰ τὸν δοκιμάσῃ, ἵνα λάβωσι καὶ ἄλλοι κοινῶς πλοῦτον ταπεινώσεως παρ’ αὐτοῦ καὶ παράδειγμα μετριότητος· καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς κληρικοὺς εἴς τινα μεγάλην πανήγυριν καὶ μονεκκλησίαν, καθ’ ἣν ἤθελον νὰ συλλειτουργήσωσιν ἅπαντες, ὅταν ἔλθῃ ὁ Μωϋσῆς, νὰ τὸν ὑβρίσωσι καὶ νὰ τὸν διώξωσιν ἐπιπλήττοντες καὶ ἀτιμάζοντες, ἔπειτα νὰ ἀκολουθήσῃ ἕνας ὀπίσω του ἥσυχα, νὰ ἀκροασθῇ τὶ θὰ εἴπῃ νὰ γνωρίσωσιν ἐὰν ἐθυμώθη. Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ ἄξιος τῆς ἱερωσύνης εἰς τὸ ἱερατεῖον νὰ φορέσῃ τὰ ἱερὰ ἄμφια κατὰ τὴν συνήθειαν, τὸν ὕβρισεν ἕνας λέγων· «Φύγε ἀπ’ ἐδῶ, ἀσχημάνθρωπε, τοῦ κόσμου τὸ περιγέλασμα, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ σταθῇς εἰς τὸ μέσον μας». Εὐθὺς ἀνεχώρησεν ὁ πρᾳότατος, χωρὶς νὰ σκανδαλισθῇ οὐδαμῶς εἰς ἐκεῖνον, ὅστις τὸν ὕβρισεν, ἀλλὰ μάλιστα ἐμέμφετο ἑαυτόν, λέγων· «Δὲν σοῦ τὸ ἔλεγα, μελανὲ καὶ ἀσχημοδέρματε, ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ συνομιλῇς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀπάνθρωπε; Καλῶς σοι ἔκαμαν καὶ πρεπόντως σὲ ὕβρισαν».

Ταῦτα ἀκούσας ἐκεῖνος, ὅστις τὸν ἠκολούθει ὄπισθέν του, ἀνήγγειλε ταῦτα καὶ πολὺ ὠφελήθησαν, θαυμάζοντες τὴν ἄμετρόν του ταπείνωσιν καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ συλλειτουργήσωσιν. Ὅστις πάλιν ἐπῆγε χωρὶς μηδαμῶς νὰ ταραχθῇ ἡ καρδία του. Ἔκτοτε πλέον δὲν τὸν ἐπείραξαν, γνωρίσαντες τὴν ἀκακίαν καὶ ἁπλότητά του, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς ἀναφέρῃ συχνάκις εὐαρεστούμενος ψυχωφελῆ σωτήρια παραδείγματα. Ὁ δὲ Μωϋσῆς ὡμίλησε ταῦτα πρὸς αὐτούς, ἵνα φανῇ εὐήκοος πρὸς τὴν αἴτησιν· «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἡ ταπείνωσις ταπεινώνει τοὺς δαίμονας, καὶ ἡ κενοδοξία τοὺς ὑψώνει. Ὅστις εἶναι ταπεινόφρων καὶ ταπεινολόγος ἐκνευρίζει τῶν δαιμόνων τὴν δύναμιν, καὶ ὅστις δὲν ἔχει ταπείνωσιν ἐμπαίζεται ὑπὸ τῶν δαιμόνων. Καὶ ὅποιος προσεύχεται, ἐὰν δὲν φρονῇ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν εἰσακούεται ὑπὸ τοῦ Κυρίου, οὐδὲ λαμβάνει παρ’ αὐτοῦ τὴν αἴτησίν του. Πρέπει ἕκαστος νὰ ἔχῃ ἔμπροσθέν του ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα ἀείποτε, καὶ βλέπων ὀφθαλμοφανῶς τὰς αἰσχρουργίας του νὰ μὴ κατακρίνῃ τοὺς ἄλλους τελείως· ὅθεν ἐκπληρῶν τις ταύτην τὴν ἐντολὴν τοῦ Σωτῆρος τὴν ψυχοσωτήριον· «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» ἔστω βέβαιος ὅτι διὰ παντὸς ἐσώθη».