Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΜΩΫΣΕΩΣ τοῦ Αἰθίοπος.

ΕΙΚΟΝΑ

ΜΩΫΣΗΣ ὁ μακάριος καὶ ἐν Ὁσίοις πατὴρ ἡμῶν ἦτο Αἰθίοψ, ὡς δὲ ἦτο φυσικὸν μέλας κατὰ τὴν χροιὰν τοῦ σώματος. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν ἦτο ὁμοίως τὸ πρότερον, διότι τὸν Χριστὸν δὲν ἐγνώριζεν, ἀλλ’ ἦτο ἀλλόφυλος καὶ κακότροπος ἄνθρωπος. Ἦτο δὲ πρότερον δοῦλος ἑνὸς πολιτικοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἀπέβαλε διὰ τὴν πολλὴν κακίαν καὶ ληστρικὴν καὶ μοχθηρὰν γνώμην του.

Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ληστὴς καὶ ἐφόνευε χωρὶς αἰτίαν τον τυχόντα, ἔχων μὲ ἕνα βοσκὸν ἔχθραν μεγάλην, διότι τὸν ἠμπόδισε νὰ κάμῃ κακόν τι, ἐβουλεύθη νὰ θανατώσῃ τὸν βοσκὸν ἐκεῖνον. Ὅθεν μαθὼν ὅτι εὑρίσκετο ἀντίπερα τοῦ ποταμοῦ Νείλου, ὅστις τότε εἶχε πλημμυρήσει, κρατήσας μὲ τοὺς ὀδόντας τὴν μάχαιράν του καὶ τὸ ἐπανωφόριόν του τυλίξας εἰς τὴν κεφαλήν του, ἐπέρασε τὸν ποταμὸν κολυμβῶν. Ἐννοήσας δὲ ὁ βοσκὸς τὸν ἐρχομόν του, ἄφησε τὰ πρόβατά του καὶ ἔφυγεν, ὁ δὲ Μωϋσῆς, ἐπειδὴ δὲν εὗρε τὸν βοσκὸν νὰ τὸν φονεύσῃ, καθὼς ἐμελέτησεν, ἐκλέξας τέσσαρας κριοὺς παχεῖς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀπὸ τὴν μάνδραν τοῦ πτωχοῦ ἐκείνου τοὺς ἔσφαξε, καὶ ἔπειτα δέσας αὐτοὺς μὲ σχοινίον, τὸ ὁποῖον εἶχε δεδεμένον εἰς τὴν μέσην του, ἐπέρασε πάλιν τὸν Νεῖλον ποταμὸν κολυμβῶν. Ἀποφαγὼν δὲ τὰ κρέατα τῶν κριῶν καὶ πωλήσας τὰ δέρματα ἐπῆγεν εἰς τοὺς φίλους του, οἵτινες ἦσαν μακρὰν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ τὸν εἶχον ἀρχηγὸν τῆς ληστείας. Ταῦτα διηγήθην περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου, διὰ νὰ δείξω ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῶσι διὰ τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας ὅσοι θέλουσι, κἂν μυρίας πρότερον διαπράξωσιν ἁμαρτίας.

Οὗτος ὁ Ὅσιος κατανυχθεὶς τελευταῖον ἀπὸ περιστατικόν τι, τὸ ὁποῖον ἠκολούθησεν εἰς αὐτὸν ἀπὸ θείαν πρόνοιαν, ὄχι μόνον ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθη, ἀλλὰ καὶ Μοναχὸς ἔγινε, διὰ νὰ δώσῃ μεγαλυτέραν πληγὴν κατὰ τοῦ δαίμονος, ὅστις τὸν ἐκυρίευε πρότερον. Ἀναχωρήσας λοιπὸν ἀπὸ τὴν ταραχὴν τοῦ κόσμου καὶ σύγχυσιν, ἐπειδὴ ἐμίσησε τὴν ἁμαρτίαν ἐξ ὅλης καρδίας καὶ τὸν Χριστὸν ὁλοψύχως ἐπόθησεν, ἀπηρνήθη τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς του, τὰ χρήματα καὶ πᾶσαν ἄλλην σωματικὴν ἀπόλαυσιν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σκήτην τῶν Μοναχῶν, ζητῶν τόπον ἥσυχον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀγνώριστον, διὰ νὰ θρηνήσῃ διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Εὑρὼν δὲ μακρὰν ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλία ἕν σπήλαιον, ὠρέχθη τὸν τόπον ὡς ἐρημικώτερον καὶ ἤθελε νὰ μείνῃ ἐκεῖ, καθὼς ἐπόθει, καὶ νὰ ἀγωνίζεται τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως.