Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος καὶ ἀθλοφόρου τοῦ Χριστοῦ ΕΛΕΣΗΣ τῆς ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ἐν ἔτει τοε’ (375) ἀθλησάσης.

Ὅθεν ἐλθὼν ὁ Ἑλλάδιος εἰς τὴν θυγατέρα του Ἐλέσαν, λέγει μετὰ δακρύων πρὸς αὐτήν· «Ἐλέσα, θυγάτηρ μου παμφιλτάτη, τί εἶναι τοῦτο ὅπου μοῦ ἔκαμες τοῦ δυστυχοῦς καὶ ταλαιπώρου καὶ ἔφυγες ἀπὸ τὸν οἶκόν μας καὶ μὲ ἐλύπησες σφόδρα, καὶ ὅλοι μας οἱ συγγενεῖς πολὺ θλίβονται διὰ σέ; ἆρά γε δὲν σοῦ ἤρεσεν ὁ τόπος καὶ ἡ χώρα καὶ τὰ πλούτη, αἱ τιμαὶ καὶ αἱ ἀναπαύσεις ὅπου ἀπελάμβανες, μόνον ἦλθες εἰς τοῦτον τὸν ἔρημον καὶ ἄγριον τόπον νὰ κατοικῇς μαζὶ μὲ τὰ θηρία; Πῶς ὑπέφερες εἰς ὅλας τὰς ἡμέρας ποὺ κατοικεῖς ἐδῶ καὶ δὲν ἀπέθανες ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὴν γυμνότητα καὶ ἐταλαιπωρήθης, σὺ ἥτις ἦσο τόσον ὡραία καὶ ἤδη κατεστάθης ἀγνώριστος; Ὅμως, τέκνον μου, ἂς εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἀνοησίαι αὐταί, τὰς ὁποίας διέπραξες ὡς νέα εἰσέτι τὴν ἡλικίαν, καὶ ἄκουσόν μου. Τώρα νὰ ἐπιστρέψωμεν μαζὶ εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ νὰ εἶσαι κυρία εἰς τὸν οἶκόν μας ὡς καὶ πρότερον, καὶ ὅπως θέλεις νὰ κυβερνᾷς, διότι γινώσκεις καλῶς, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλην ἐλπίδα, διότι σὺ εἶσαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου· ὅθεν ἐγείρου νὰ ὑπάγωμεν».

Ἡ δὲ Ἁγία ταῦτα ἀκούσασα λέγει πρὸς αὐτόν· «Πάτερ μου, καλῶς ἐποίησας καὶ ἦλθες πρός με διὰ νὰ λάβω συγχώρησιν παρὰ σοῦ ὡς γεννήτορός μου τὸ δὲ νὰ ἔλθω μετὰ σοῦ δὲν γίνεται ποτέ». Ὁ δὲ λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ αὐστηρότητα· «Αὐτοὺς τοὺς λόγους μὴ τοὺς λέγῃς· ἐὰν δὲν σὲ εἶχον εὕρει, θὰ ἀπέμενες ἐδῶ διὰ νὰ γίνῃς βορὰ τῶν θηρίων· ὅμως οἱ θεοὶ σὲ ἐλυπήθησαν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ σὲ εὗρον· λοιπὸν ἔλα ταχέως νὰ ὑπάγωμεν, εἰ δὲ θὰ σὲ ὁδηγήσω διὰ τῆς βίας καὶ κακῶς ἔχουσαν· ἀλλ’ ἐρωτῶ σε, διὰ ποίαν αἰτίαν ἔφυγες μὲ πολλήν σου εὐχαρίστησιν, καὶ διὰ τὸν γυρισμὸν τώρα εἰς τὴν γνώμην μου ἐναντιώνεσαι;». Ἡ δὲ θυγάτηρ του ἀπεκρίθη· «Ἐγώ, νὰ σοῦ εἴπω, πάτερ μου, τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἂς μὴ σοῦ κακοφανῇ, ἐπειδὴ σὺ εἶσαι ἄλλης θρησκείας, καὶ ἐγὼ εἶμαι Χριστιανὴ ἐφ’ ὅσον ἐβαπτίσθην ἀπὸ τὴν μικράν μου ἡλικίαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν ἁρμόζει δὲ νὰ συγκατοικῶ μὲ σὲ οὔτε μὲ ἄλλους εἰδωλολάτρας, διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τοῦτον τὸν τόπον, καὶ προτιμῶ νὰ κατοικῶ μὲ τὰ θηρία παρὰ μὲ ἀνθρώπους ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτρας, οἱ ὁποῖοι εἶναι περισσότερον ἀνόητοι καὶ ἀπὸ τὰ θηρία καὶ λατρεύουσιν ἄψυχα, κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα, τὰ ὁποῖα κατασκευάζουν μὲ τὰς χεῖράς των καὶ τὰ σέβονται ὡς θεούς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Ὁσιομάρτυρα πλήρη πανηγυρικὴν καὶ γλαφυρὰν Ἀκολουθίαν μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος καὶ 24 Οἴκων συνέταξεν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἅτινα ἐξεδόθησαν ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Κυθήρων Μελετίου ἐν ἔτει 1961.