Τοῦτον λοιπὸν τὸν μακάριον Θεωνᾶν ἂς μιμηθῶμεν, καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί. Τούτου τὴν ἐνάρετον ζωὴν ἂς ζηλώσωμεν· τὰ τέκνα πρέπει νὰ ὁμοιάζωσι τοῦ πατρός των καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ διδασκάλου των, τὰ δὲ πρόβατα πρέπει νὰ ἀκολουθῶσι τὸν ποιμένα των. Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς εἶναι Πατήρ μας, εἶναι διδάσκαλός μας, εἶναι ποιμήν μας καὶ ἡμεῖς εἴμεθα τέκνα του, μαθηταί του καὶ πρόβατά του. Ὅθεν χρέος ἔχομεν νὰ ἀκολουθήσωμεν τὴν πολιτείαν του διὰ νὰ γίνωμεν ὅμοιοι μὲ αὐτόν· ἐπειδή, ἂν δὲν τοῦ ὁμοιάσωμεν, βεβαίως εἰς μάτην καυχώμεθαι, ὅτι τὸν ἔχομεν Κτίτορα καὶ Ποιμένα μας, ἀλλ’ οὔτε αὐτὸς πλέον θὰ μᾶς γνωρίζῃ, ἂν εἴμεθα τέκνα του καὶ μαθηταί του, ἂν δὲν φυλάττωμεν τὴν τάξιν τοῦ Κοινοβίου του ἀπαρασάλευτον καὶ μάλιστα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας. Ἂς ἀγαπήσωμεν λοιπὸν τὴν ἀκτημοσύνην καὶ ἂς μισήσωμεν τὴν φιλαργυρίαν καὶ τὰ κατηραμένα ἀργύρια. Ἂς ἀποστραφῶμεν τὴν ἀγάπην τῶν συγγενῶν μας καὶ ἂς ποθήσωμεν ὑπὲρ αὐτοὺς τὸν Χριστόν, διότι λέγει· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ἢ υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ια’ 37). Ἂς φυλάττωμεν παρθενίαν καὶ σωφροσύνην, ἀπέχοντες μακρὰν ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μᾶς σκανδαλίζουσι. Ἵνα δὲ δι’ ὀλίγων εἴπωμεν, ἂς φυλάττωμεν ὅλας μας τὰς ὑποσχέσεις, τὰς ὁποίας ἐδώκαμεν εἰς τὸν Θεόν, ὅταν ἐλάβομεν τὸ Μοναχικὸν Σχῆμα ἵνα, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ᾯ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.