Λόγος περὶ τῶν Ἁγίων Νηστειῶν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀββᾶ Δωροθέου.

Ὅταν κάποτε διέμενον εἰς Κοινόβιον ἐπῆγα νὰ ἐπισκεφθῶ ἕνα ἀπὸ τοὺς Γέροντας (ἦσαν δὲ ἐκεῖ πολλοὶ μεγάλοι Γέροντες), εὗρον δὲ τὸν ἀδελφόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ὡρισμένος διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ, νὰ τρώγῃ καὶ αὐτὸς μετὰ τοῦ Γέροντος. Λέγω τότε πρὸς αὐτὸν ἰδιαιτέρως: «Ἀδελφέ, οὗτοι οἱ Γέροντες ὁμοιάζουν μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἀπέκτησαν βαλλάντιον, ἐπέμειναν νὰ ἐργάζωνται καὶ νὰ τοποθετοῦν τὰ χρήματά των μέσα εἰς τὸ βαλλάντιον, ἕως ὅτου τὸ ἐγέμισαν. Ὕστερον, ἀφοῦ τὸ ἐσφράγισαν, πάλιν συνέχισαν νὰ ἐργάζωνται καὶ ἐμάζευσαν καὶ ἄλλα χίλια περίπου νομίσματα, ὥστε ἐν καιρῷ ἀνάγκης νὰ ἔχουν ἀπὸ ποῦ νὰ ἐξοδεύσουν καὶ νὰ φυλάξουν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰς τὸ βαλλάντιον. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ οὗτοι οἱ Γέροντες ἐπέμειναν νὰ ἐργάζωνται καὶ νὰ πολλαπλασιάζουν τὸν θησαυρόν των καὶ ἀφοῦ τὸν ἐσφράγισαν εἰς τὸ βαλλάντιον, εἰργάσθησαν ἀκόμη καὶ συνήθροισαν ὀλίγα καὶ ἔχουσιν αὐτὰ διὰ τὴν περίπτωσιν ἀσθενείας ἢ γήρατος, ἵνα ἐξοδεύωσιν ἐξ αὐτῶν, τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσι φυλάξει. Ἡμεῖς ὅμως οὔτε βαλλάντιον δὲν ἀπεκτήσαμεν ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ ἐξοδεύωμεν». Διὰ τοῦτο, ὡς εἶπον, ὀφείλομεν, ἔστω καὶ ἂν ἐξ ἀνάγκης λαμβάνωμεν τροφήν, νὰ κατακρίνωμεν τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ θεωροῦμεν ἑαυτοὺς ἀναξίους καὶ τῆς μικροτέρας ἀνακουφίσεως καὶ αὐτῆς δὲ τῆς μοναδικῆς ζωῆς καὶ νὰ μὴ λαμβάνωμεν τροφὴν χωρὶς σεβασμὸν καὶ περιστολήν. Οὕτω δὲν γίνεται ἡ τροφὴ αἰτία κατακρίσεως ἡμῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐγκράτειαν τῆς κοιλίας.

Ἔχομεν, ὅμως ἀνάγκην ὄχι μόνον νὰ προσέχωμεν τὸ τὶ τρώγομεν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην ἁμαρτίαν νὰ ἀπέχωμεν, ὥστε ὅπως νηστεύομεν κατὰ τὴν κοιλίαν κατὰ τὸ ἴδιον τρόπον νὰ νηστεύωμεν καὶ κατὰ τὴν γλῶσσαν, ἀπέχοντες ἀπὸ πᾶσαν καταλαλιάν, ἀπὸ τὸ ψεῦδος, τὴν ἀργολογίαν, τὴν λοιδορίαν, ἀπὸ τὴν ὀργὴν καὶ μὲ μίαν λέξιν ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία διαπράττεται διὰ τῆς γλώσσης. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον πρέπει νὰ νηστεύουν καὶ οἱ ὀφθαλμοί μας καὶ νὰ μὴ βλέπουν θεάματα μάταια, νὰ μὴ αὐθαδιάζωμεν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, νὰ μὴ βλέπωμεν κανένα μὲ ἀναίδειαν καὶ θράσος. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον πρέπει νὰ ἐμποδίζωμεν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπὸ πᾶσαν κακὴν πρᾶξιν· καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον νηστεύοντες, ὅπως λέγει ὁ μέγας Βασίλειος (ἀνωτέρω λόγος), νηστείαν εὐπρόσδεκτον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπέχοντες ἀπὸ πᾶσαν κακίαν, τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ διαπράξωμεν μὲ ὁποιανδήποτε ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις μας,


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρὸς πληρεστέραν κατανόησιν τῶν ἐνταῦθα περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἡμερῶν νηστείας παρατιθεμένων ὑπολογισμῶν, σκόπιμον θεωροῦμεν, ὅπως παράσχωμεν καὶ τὴν ἀκόλουθον ἐπεξήγησιν. Νηστεία κατ’ ἀρχὴν εἶναι τὸ νὰ μὴ τρώγῃ τις ἀπολύτως τίποτε, οὔτε καὶ ὕδωρ νὰ πίνῃ. Ἐκκλησιαστικῶς νηστεία θεωρεῖται καὶ τὸ νὰ τρώγῃ τις ἅπαξ μόνον τῆς ἡμέρας, τὴν ἐνάτην ὥραν (3 μ.μ.), ἐσθίων ἄρτον μόνον καὶ ὕδωρ. Λύσις τῆς νηστείας ἐκκλησιαστικῶς εἶναι τὸ νὰ φάγῃ τις πρὸ τῆς ἐνάτης ὥρας πλὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ὕδατος καὶ ἄλλα τινὰ εἴδη λιτὰ καὶ εὐτελῆ, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὄσπρια, λαχανικά, ὀστρακόδερμα, ἔλαιον, οἶνον καὶ τὰ τοιαῦτα. Κατάλυσις δὲ τῆς νηστείας εἶναι τὸ νὰ τρώγῃ τις ἀπὸ ὅλα τὰ φαγώσιμα, ἤτοι κρέας, ψάρια, γάλα, τυρόν, ᾠὰ κ.λ.π. Κατὰ ταῦτα καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὴν περίοδον τῶν νηστειῶν, συνῳδὰ τοῖς θείοις καὶ Ἱεροῖς Κανόσι (ξδʹ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύοντι· «Εἴ τις Κληρικὸς εὑρεθῇ τὴν Κυριακὴν ἡμέραν νηστεύων, ἢ τὸ Σάββατον, πλὴν τοῦ ἑνὸς μόνον (τοῦ Μεγάλου), καθαιρείσθω. Εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφορίζεσθω», ξθʹ τῶν αὐτῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύοντι: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος… τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει, ἢ Τετράδα, ἢ Παρασκευὴν καθαιρείσθω… Ἐὰν δὲ λαϊκὸς ᾖ ἀφοριζέσθω» καὶ τοῖς συναφέσι τούτων Συνοδικοῖς καὶ Πατρικοῖς Κανόσι), κατὰ τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἐπιτρέπεται λύσις τῆς νηστείας, διὰ τοῦτο αἱ ἡμέραι αὗται δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζωνται ὡς ἡμέραι νηστείας. Τούτου ἕνεκεν καὶ ὁ Ὅσιος Δωρόθεος παραθέτει τοὺς ἀνωτέρω ὑπολογισμοὺς εἰς οὓς καὶ ὁ μέγας νομοκάνων Βλάσταρις συμφωνεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὅλοι οἱ ἐπὶ τούτῳ ἀσχοληθέντες (βλέπε «Πηδάλιον» ξδʹ καὶ ξθʹ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, νεʹ καὶ νϛʹ τῆς Ἁγίας Ϛʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ιηʹ τῆς ἐν Γάγγρᾳ, κθʹ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ιεʹ Πέτρου Ἀλεξανδρείας, αʹ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας καὶ ἑξῆς).