Καὶ σᾶς λέγω καὶ τὴν αἰτίαν τῶν ὀνομάτων τούτων. Τὸ ρῆμα μαργαίνω σημαίνει κατέχομαι ὑπὸ μανίας· καὶ μάργος λέγεται ὁ μανιώδης (ὁ μανιασμένος). Ὅταν λοιπὸν καταλαμβάνῃ κάποιον ἡ μανία τοῦ νὰ γεμίσῃ τὴν γαστέρα (κοιλίαν) του, τοῦτο λέγεται γαστριμαργία (ἐκ τοῦ γαστήρ + μαργαίνω), ὅπερ σημαίνει μανία κατέχουσα τὴν κοιλίαν. Ὅταν ἡ ἐκ τοῦ φαγητοῦ προερχομένη ἡδονὴ ἀφορᾷ τὸν λαιμόν, τότε λέγεται λαιμαργία (ἐκ τῶν λέξεων λαιμὸς + μαργαίνω). Ἀπὸ αὐτὰς λοιπὸν πρέπει νὰ φυλάσσεται καὶ νὰ τὰς ἀποφεύγῃ μὲ πᾶσαν προσοχὴν ὅποιος θέλει νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του. Διότι αἱ ἁμαρτίαι αὐταὶ δὲν γίνονται διὰ τὴν ἱκανοποίησιν σωματικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἱκανοποίησιν κάποιου πάθους· ἐὰν λοιπὸν τὰς ἀνεχθῇ, τότε γίνονται δι’ αὐτὸν ἁμαρτήματα. Ἀνάλογον πρὸς ταύτας εἶναι τὸ νὰ ζῇ τις νομίμως μὲ μίαν γυναῖκα καὶ τὸ νὰ πορνεύῃ· ἡ πρᾶξις καὶ εἰς τὰς δύο περιπτώσεις εἶναι ἡ ἰδία· ἀλλ’ ὁ σκοπὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τὴν διαφορὰν τοῦ πράγματος. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν ὁ ἀνὴρ συνέρχεται μετὰ τῆς γυναικὸς διὰ νὰ γεννήσῃ τέκνα· εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν φιληδονίαν του. Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ μὲ τὸ φαγητόν· ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ φάγῃ τις διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν φυσικὴν ἀνάγκην τῆς λήψεως τροφῆς καὶ ἄλλο νὰ φάγῃ διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὴν ἐκ τοῦ φαγητοῦ ἡδονήν. Ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον τρώγει τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τὴν ἁμαρτίαν.
Τὸ νὰ τρώγῃ δὲ κανεὶς ὅσον ἐπιβάλλουν αἱ σωματικαί του ἀνάγκαι σημαίνει ὅτι οὗτος ὁρίζει εἰς τὸν ἑαυτόν του πόσον πρέπει νὰ φάγῃ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν. Καὶ βλέπει, ἐὰν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὥρισε τὸν ἐβάρυνε καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀφαιρέσῃ ὀλίγον ἐξ αὐτοῦ τὸ ἀφαιρεῖ, ἢ ἐὰν δὲν ἦτο ἀρκετόν, καὶ δὲν ἐστηρίχθη διὰ τοῦ φαγητοῦ αὐτοῦ τὸ σῶμα, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσθέσῃ ἀκόμη ὀλίγον, προσθέτει πράγματι καὶ οὕτω ἱκανοποιεῖ τὰς ἀνάγκας του. Ἀρκεῖται λοιπὸν οὗτος εἰς τὸ ὡρισμένον καὶ τοῦτο τὸ πράττει ὄχι διὰ τὴν ἐκ τοῦ φαγητοῦ εὐχαρίστησιν, ἀλλὰ διὰ τὴν διατήρησιν τῶν δυνάμεων τοῦ σώματος. Καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖον τρώγει κανείς, πρέπει νὰ τὸ τρώγῃ κατόπιν εὐλογίας καὶ νὰ κατακρίνῃ διὰ τοῦ λογισμοῦ τὸν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι ἀνάξιος οἱασδήποτε παρηγορίας καὶ νὰ μὴ προσέχῃ ἐὰν ἄλλοι τινές, διὰ κάποιαν ἀνάγκην τοῦ σώματος περιποιοῦνται ἑαυτοὺς καὶ νὰ μὴ ζητῇ καὶ αὐτὸς κάποιαν ἀνάπαυσιν ἢ νὰ νομίζῃ ὅτι ἐλαφρὸν εἶναι διὰ τὴν ψυχὴν τὸ νὰ διάγῃ ἐν ἀναπαύσει.