Τῼ Σαββάτῳ τούτῳ ὅπερ προηγεῖται τῆς κατὰ τὴν αὔριον τελουμένης μνήμης τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν νὰ ἐπιτελῶμεν μνήμην ὅλων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων ἀνθρώπων, ἀπὸ φιλανθρωπίαν εἰς τοῦτο κινούμενοι. Τοῦτο δὲ ἐθέσπισαν ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ διαφόρων θανάτων, οἵτινες συμβαίνουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως πολλοὶ πένητες καὶ ἄποροι δὲν ἠξιώθησαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ψαλμῳδιῶν καὶ μνημοσύνων. Διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Πατέρες διέταξαν, ὅπως ἡ μήτηρ ἡμῶν ἡ μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κάμνῃ μνημόσυνα κοινὰ δι’ ὅλους, διὰ νὰ περιλαμβάνωνται μέσα εἰς τὰ κοινὰ αὐτὰ μνημόσυνα καὶ ὅσοι κατὰ μέρος δὲν ἔτυχον τῶν συνήθων μνημοσύνων, ἕνεκεν αἰτίας τινός [1].
Ταύτην τὴν περὶ τῶν μνημοσύνων διάταξιν ἔλαβον οἱ θεῖοι Πατέρες, κατὰ παράδοσιν, ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους. Ἐδίδασκον δὲ οὗτοι ὅτι τὰ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων γενόμενα, μεγάλην εἰς αὐτοὺς προξενοῦσιν ὠφέλειαν. Ἐν πρώτοις λοιπόν, ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ σήμερον τὰ κοινὰ μνημόσυνα, κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ὅπου εἴπομεν, κατὰ δεύτερον δέ, ἐπειδὴ κατὰ τὴν αὔριον Κυριακὴν ἐθέσπισαν τὴν ἀνάμνησιν τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας, οὕτως ἁρμοδίως διώρισαν νὰ γίνωνται σήμερον ὅλων τῶν ψυχῶν τὰ μνημόσυνα, οὕτως ὥστε νὰ δεώμεθα καὶ ἡμεῖς καὶ νὰ παρακαλοῦμεν τὸν φοβερὸν καὶ ἀλάνθαστον Κριτὴν νὰ γένῃ ἵλεως πρὸς αὐτούς, δεικνύων πρὸς αὐτοὺς τὴν φυσικήν του συμπάθειαν, καὶ νὰ τοὺς κατατάξῃ, εἰς ἐκείνην τὴν τρυφήν, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ὑπέσχετο.
Εἶναι δὲ καὶ ἄλλος λόγος ἀκόμη διὰ τὸν ὁποῖον οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν τὰ σημερινὰ μνημόσυνα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶχον σκοπόν, εἰς τὴν μεθεπομένην Κυριακὴν νὰ βάλουν καὶ τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἀδάμ, τρόπον τινὰ προεπινοοῦσιν, ὡς μίαν κατάπαυσιν καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων μὲ τὴν σημερινὴν κατάπαυσιν, διὰ νὰ ἀρχίσουν ἐκεῖθεν, ἤτοι ἀπὸ τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἀδάμ, ὡς ἀπὸ ἀρχήν. Ἐπειδὴ τὸ πλέον τελευταῖον ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τούτου εἶναι ἡ ἐξέτασις τῶν ἰδικῶν μας πράξεων, ἥτις μέλλει νὰ γένῃ ἀπὸ τὸν ἀδέκαστον Κριτήν. Ἐν Σαββάτῳ δὲ πάντοτε κοινῶς μνημονεύομεν τῶν ψυχῶν, ἐπειδὴ τὸ Σάββατον, ὅπερ εἶναι ὄνομα Ἑβραϊκόν, ἑρμηνεύεται κατάπαυσις.