Ἔπειδὴ ὅμως αὐτὴν τὴν στιγμήν, χωρὶς νὰ τὸ περιμένω, παρεσύρθην εἰς ἕνα απὸ τὰ μεγαλύτερα ζητήματα, ἀπορῶ ποῦ νὰ στρέψω τὸ βλέμμα τῆς σκέψεώς μου, δὲν γνωρίζω ποῦ νὰ κατευθύνω τὸ πηδάλιον τῆς διδασκαλίας μου. Διότι ἂν ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ κεφάλαιον τοῦ Μελχισεδέκ, ἀπέφυγε νὰ ἐκθέσῃ λεπτομερῶς τὸ ζήτημα, περιορισθεὶς νὰ εἴπῃ, ὅτι ἡ συζήτησις περὶ αὐτοῦ εἶναι δύσκολος διὰ σᾶς, τί ἠμπορῶ νὰ εἴπω ἐγώ, ὁ ὁποῖος τόσον ὑπολείπομαι ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον, ὅσον ἠμπορεῖ νὰ κρίνῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὅπως ὁ ὁδοιπόρος, ἐφ’ ὅσον πορεύεται δρόμον στρωτὸν καὶ ἐπίπεδον, συνεχίζει εὐχαρίστως τὴν πορείαν του· ὅταν ὃμως φθάσῃ εἰς ἀνώμαλον τόπον ἢ ἀνηφορικὸν καὶ δύσβατον, ὅπου ὑψώνεται ἐμπρός του ὄρος ὑψηλὸν μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ σταματήσῃ καὶ ἀναλογισθῇ πόσος κόπος χρειάζεται διὰ νὰ ἀνέλθῃ ἐκεῖνον τὸν ἀνήφορον, ἀρχίζει νὰ περιπατῇ σιγὰ-σιγά, διὰ νὰ μὴ ἀποκάμῃ γρήγορα· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡμεῖς, ἐφ’ ὅσον εἴχομεν ἐμπρός μας τὸν ἴσιον καὶ ἐπίπεδον δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου, ἐσυνεχίζαμεν εὐχαρίστως τὴν πορείαν μας μὲ τὸ βῆμα τοῦ λόγου μας. Ὅταν ὅμως ἐφθάσαμεν εἰς θέμα, τοῦ ὁποίου ἡ δυσκολία φθάνει μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, ἀρχίζομεν νὰ ἀναβαίνωμεν σιγὰ-σιγὰ τὴν οὐράνιον κλίμακα διὰ τῆς ἑρμηνείας.
Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ ζήτημα εἰς τὸ ὁποῖον ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ζητοῦν μίαν ἀπάντησιν; Διὰ ποῖον λόγον, λέγουν, ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἀνέφερε τὸν Μελχισεδέκ, εἶπεν ὅτι οὗτος δὲν εἶχε πατέρα, δὲν εἶχε γενεαλογίαν, ὡσὰν νὰ μὴ εἶχε οὔτε ἀρχὴν ἡμερῶν οὔτε τέλος ζωῆς; Τότε αὐτὸς δὲν θὰ ἦτο ἄνθρωπος, ἀλλὰ θεός. Πολλοὶ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἠννόησαν ὅσα εἶπε περὶ αὐτοῦ ὁ Ἀπόστολος, εἶπον ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ ἦτο ἀνώτερος τοῦ Χριστοῦ, καὶ οὕτω ἐδημιούργησαν ἰδικήν των αἵρεσιν καὶ λέγονται Μελχισεδεκιανοί. Καὶ φιλονικοῦντες αὐτοὶ πρὸς ἡμᾶς καὶ θέλοντες νὰ ἀποδείξουν, ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι ἀνώτερος τοῦ Χριστοῦ, μᾶς παρουσιάζουν ὡς μάρτυρα τὴν Γραφήν, ἡ ὁποία λέγει· «Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ἑβρ. ε’ 6). Πῶς δηλαδή, λέγουν, δὲν εἶναι ὁ Μελχισεδὲκ ἀνώτερος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι ἱερεὺς κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ; Ἄλλοι δέ, παρασυρθέντες εἰς μεγαλυτέραν πλάνην, λέγουν ὅτι οὗτος εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἡμεῖς ὅμως λέγομεν, ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι ἄνθρωπος ὅπως καὶ ἡμεῖς, μὲ τὰς ἀδυναμίας τὰς ἰδικάς μας, καὶ ὅτι οὗτος δὲν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Χριστόν.