Λόγος εἰς τὴν ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ, εἰς τό ὅτε Ἀνέβη ὁ Κύριος εἰς τὸ ἱερὸν Μεσούσης τῆς ἑορτῆς καὶ εἰς τὸν Μελκισεδέκ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, κατ’ ἐλευθέραν μετάφρασιν.

Κάποιος ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁμοιάζει μὲ μῆλον, τὸ ὁποῖον παρέχει δύο εὐχαριστήσεις εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸ εὐχάριστον ἄρωμά του διὰ τὴν ρῖνα καὶ τὴν γλυκύτητά του διὰ τὸν λάρυγγα. Καὶ ὅταν ἡ μήτηρ Ἐκκλησία ἐπαινῇ τὸν τοιοῦτον εἰς τὸ ᾎσμα ᾀσμάτων, τί λέγει; «Ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδός μου ἀναμέσον τῶν υἱῶν (Ἰσραήλ)» (ᾎσμα β’ 3). Λέγει ἀκόμη· «Ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθισα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου» (αὐτόθι).

Τί νὰ κάμω δὲ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, ὁ ὁποῖος ἔχω ὀλίγα φύλλα καὶ ἀκόμη ὀλιγωτέρους καρπούς, ὥστε μήτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φλέγονται ἀπὸ τὴν δίψαν νὰ ἠμπορῶ νὰ δροσίσω, μήτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πεινοῦν νὰ ἠμπορῶ νὰ τοὺς χορτάσω μὲ τοὺς καρποὺς τῶν λόγων μου; Καλὸν θὰ ἦτο ἐὰν μαζὶ μὲ σᾶς ἠμποροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ μανθάνω τὰ διδάγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ παρακινεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη μου πρὸς σᾶς νὰ ὁμιλήσω, ἀφοῦ πάρωμεν δύο ἢ τρεῖς λόγους τοῦ γλυκυτάτου Εὐαγγελίου, ὅπως θὰ ἐπαίρναμεν μερικοὺς φοίνικας, καὶ ἀφοῦ δοκιμάσετε τὴν γεῦσιν των, ἂς προσπαθήσωμεν νὰ διεγείρωμεν τὴν προσοχήν σας· διότι οὕτω θὰ σπεύσετε μὲ πνευματικὴν προθυμίαν πρὸς τὰ καλλίκαρπα δένδρα τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Πρὸ ὀλίγου ἠκούσαμεν εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον νὰ λέγῃ ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής· «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκεν» (Ἰωάν. ζ’ 14). Δὲν ἐπέρασεν ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδὴ ἔφθασεν ὁ καιρὸς τῆς ἑορτῆς· ἀκριβῶς ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἐπίκαιρος καὶ ἡ σχετικὴ διήγησις ἁρμόζει μὲ τὴν ἡμέραν. Διότι ἡ δύναμις τοῦ λόγου εἶναι ἀδελφὴ τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Ὅταν εἶχε συμπληρωθῆ ἡ ἡμίσεια περίοδος τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸ ἱερόν· ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ἡ περίοδος τῆς ἑορτῆς, δὲν ἀναβαίνει πλέον εἰς τὸ ἱερόν, ἀλλ’ εἰς τὸν οὐρανόν. Εἰς τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν. Ὅταν ὅμως λέγῃ ἑορτήν, δὲν ἐννοεῖ ἐκείνην ἡ ὁποία ἑορτάζεται κατὰ τὸν τρόπον τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ὅλοι μεθύσκωνται καὶ διασκεδάζουν καὶ τραγουδοῦν ᾄσματα πορνικὰ καὶ χορεύουν καὶ κάμνουν διαφόρους ἀσχημίας. Ἐννοεῖ ἑορτὴν ἁγίαν, ἐκείνην ἡ ὁποία ἁρμόζει εἰς τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανούς, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ὑπάρχουν οὔτε μέθαι οὔτε διασκεδάσεις, ἀλλὰ προσευχαὶ καὶ ὑμνῳδίαι καὶ παρακλήσεις· κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἀκούονται ᾄσματα πορνικά, τὰ ὁποῖα παραλύουν τὰ σώματα, ἀλλὰ ᾄσματα θεϊκά, τὰ ὁποῖα ἐνδυναμώνουν τὰς ψυχάς· κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐκτελοῦνται χοροὶ πολύστροφοι, ἀλλὰ σκιρτήματα ἁγίων ψυχῶν, αἱ ὁποῖαι δοκιμάζουν ἀγαλλίασιν.