Λόγος Ἕτερος εἰς Κοιμηθέντας. Ὅτι οἱ Χριστιανοὶ χρεωστοῦσι περισσότερον νὰ κλαίουσι παρὰ νὰ γελῶσι καὶ πῶς. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ διασκευασθείς.

Ὦ βασιλεῦ, ποῦ εἶναι ἡ ἀνδρεία σου, ποῦ εἶναι αἱ μεγάλαι σου ἐλπίδες; Διατί τόσον ὀλιγόψυχος; Διατί τόσον ὀλιγόκαρδος; Μὲ δύο λόγους ἄφησες τὰ πάντα. Ἕνα ὄνομα τοῦ θανάτου τρέμεις, κλαίεις καὶ κἄν δὲν ἐντρέπεσαι τοὺς περιεστῶτας μήπως καὶ σὲ περιγελάσωσιν ὡς ὀλιγόκαρδον, μήπως καὶ σὲ ἐμπαίξωσιν ὡς δειλόν; Ὄχι, ὄχι· ἐγνώριζεν αὐτὸς ὁ φρόνιμος βασιλεὺς πόσην δύναμιν ἔχει τὸ φοβερὸν ὄνομα τοῦ θανάτου, ἐγνώριζε μὲ πόσους πόνους εἶναι συντροφιασμένος, πόσα δάκρυα τὸν ἀκολουθοῦσι.

Τὶ λέγεις τώρα σύ, ὦ δυστυχισμένε ἁμαρτωλέ; Σὺ μόνος τάχα δὲν ὑπολογίζεις τὸν θάνατον, ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον τρέμουσι βασιλεῖς; Σὺ μόνος δὲν κρίνεις διὰ πρᾶγμα ἀξιοδάκρυτον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς βασιλεῖς ἐπροξένησε πολλὰ δάκρυα; Εἰς τὴν λιθίνην καρδίαν τὴν ἰδικήν σου τάχα φαίνονται μόνον ἀδύνατα τὰ βέλη τοῦ θανάτου, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχον τὴν δύναμιν παρευθὺς ὅπου ἠκούσθησαν νὰ χωρίσωσι βασιλέα καὶ ἀπὸ ἐλπίδας βασιλείας, καὶ ἀπὸ ἀγάπην συγγενείας; Αὐτὰ δὲν ἔχουσι τὴν δύναμιν νὰ χωρίσωσι καὶ σὲ ἀπὸ τὴν πικρὰν προσπάθειαν τῆς σαρκός, ἀπὸ τὴν μοχθηρὰν συνήθειαν τῶν ἁμαρτιῶν; Ἔστω, ὁ Ἐζεκίας ἤκουσε τὰ βέλη τοῦ θανάτου, καὶ ἐχωρίσθη παρευθὺς ἀπὸ τόσα καὶ τόσα, σὺ τί εἶναι αὐτὰ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα βλέπεις σήμερον ἔμπροσθέν σου, παρὰ τὰ βέλη τοῦ θανάτου; Τίς δὲν ἔχει νὰ θρηνήσῃ σήμερον νεκροὺς συγγενεῖς τε καὶ φίλους, τοὺς ὁποίους ἐχάσαμεν ἀπὸ πλησίον μας; Τίς ἐχώρισε τούτους ἀπὸ τὴν συνοδείαν μας; Τίς μᾶς ἥρπασεν αὐτοὺς τοὺς νεκρούς; Δὲν ἦσαν καὶ αὐτοὶ συντροφιασμένοι μὲ φίλους, μὲ συγγενεῖς, μὲ πλούτη, μὲ δόξας; Τί ἔγιναν ἐκεῖνα ὅλα; Πῶς ἐπέταξαν τόσον αἰφνιδίως ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν των; Τίς τοὺς ἐθέρισε τὰς πολλὰς ἑλπίδας; Τὶς ἄλλος ἁπὸ τὰ βέλη τοῦ θανάτου; Αὐτὰ μᾶς προσμένουσιν ὅλους, διὰ τοιοῦτον τέλος ζῶμεν ὅλοι.

Λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς ἑτοιμασθῶμεν καλῶς προτοῦ ὁ θάνατος ἔλθῃ καὶ εἰς ἡμᾶς. Μὲ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ πικροῦ θανάτου, τοῦ ἀπροσδιορίστου τέλους, ἂς χωρισθῶμεν ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν, τὴν γεννήτριαν τοῦ θανάτου. Διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθεν ὁ θάνατος καὶ μὲ αὐτὴν ἁρματώνεται. Μὲ τὰ ὅπλα αὐτῆς φαίνεται τρομερὸς καὶ φρικτὸς ὁ θάνατος. Λοιπὸν μὲ τὰ ρεῖθρα τῶν δακρύων ἂς πλυθῶμεν προτοῦ νὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ μὴ κλαύσωμεν ἀνωφελῶς ὅταν ἔλθῃ. Ἂς φωνάξωμεν εἰς τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου· Χριστὲ Βασιλεῦ, ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους, σπλαγχνίσου, ἐλέησον καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, ἵνα δοξάζηταί σου τὸ Πανάγιον Ὄνομα εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

              

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ