ὄχι διότι ἔστησεν ἡμᾶς ὁ πικρὸς θάνατος σήμερον εἰς ὑπόθεσιν τῶν δακρύων τοῦτον τὸν καιρόν, ἀλλὰ διότι ἔχομεν χρέος ἀπαραίτητον νὰ μιμώμεθα καὶ νὰ ἀκολουθῶμὲν τὰ ἔργα καὶ τὴν ζωὴν Ἐκείνου, Ὅστις διὰ τὴν ἰδικήν μας ἀγάπην καὶ σωτηρίαν ἐνεδύθη ταύτην τὴν θνητὴν καὶ ἀξιοδάκρυτον φύσιν τὴν ἀνθρώπινον. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς εἰς ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς Του μίαν στιγμὴν δὲν φαίνεται νὰ ἐξώδευσεν εἰς γέλωτα. Εἰς δάκρυα δὲ πολλάκις εὑρίσκομεν Αὐτὸν ἀποδυόμενον καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ ἀγαπημένου του Λαζάρου. Τότε καὶ ἔκλαυσε καὶ συνεπόνεσε τὴν λύπην τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας. Ἡ πρὸς μίμησιν λοιπὸν Ἐκείνου ὑποχρέωσις ἡμῶν ἀναγκάζει ἡμᾶς νὰ ἔχωμεν περισσότερον τὴν καρδίαν ἀφιερωμένην εἰς τὰ δάκρυα παρὰ εἰς τοὺς γέλωτας.
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πρώτην φωνὴν τὴν ὁποίαν ἐκβάλλει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ στόμα του, ἄλλο δὲν μᾶς παραγγέλλει, παρὰ ὁτι ἁρμοδιώτερον εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ κλαίειν καὶ ὄχι τὸ γελᾶν, καθότι εὑθὺς ὡς ἀνοίξῃ διὰ πρώτην φορὰν τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὴν πικρὰν θάλασσαν τούτου τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρωπος, μὲ ἄλλο δὲν τὸν προοιμιάζει, μὲ ἄλλο δὲν τὸν χαιρετᾷ, παρὰ μὲ δάκρυα· «Πρώτην φωνὴν τὴν ὁμοίαν πᾶσιν ἴσα κλαίων» (Σοφ. Σολ. ζ’ 3) γράφει μὲ ἀψευδεστάτην ἀλήθειαν ἡ Σοφία Σολομῶντος. Ἴσως μὲ ἄφατον πρόνοιαν, ἡ ἄπειρος σοφία τοῦ Θεοῦ ἠθέλησε νὰ διδάξῃ τὸν πολυστένακτον ἄνθρωπον, ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὴν τὴν φωνὴν τοῦ βρέφους, ὅτι δὲν γεννᾶται δι’ ἄλλο τι μέσα εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὁ ἄνθρωπος, παρὰ δι’ ἀναστεναγμοὺς καὶ δάκρυα. Δὲν εὑρίσκει κανένα πρᾶγμα αληθινόν, οὔτε ἀμετάβλητον οὔτε πολυχρόνιον νὰ τοῦ δώση ἀφορμὴν νὰ γελάσῃ καὶ νὰ χαρῇ, ἀλλὰ ὅλα καὶ τιμαί, διὰ τὸ εὐκολομετάτρεπτον, καὶ δόξαι διὰ τὸ ἄστατον, καὶ πλούτη διὰ τὸ ἄπιστον, καὶ ὑγεία διὰ τὸ εἶναι πάντοτε αὐτὴν συντροφισμένην μὲ ἀσθενείας, ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ ἄλλα μύρια δίδωσιν εἰς αὐτὸν τὴν ἀφορμὴν πάντοτε νὰ κλαίῃ.
Ἐπάνω δὲ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ ἔσχατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος. Οὗτος ὁ ἄσπλαγχνος θάνατος, ὁ ἀδυσώπητος, ὁ γυμνὸς ἀπὸ ὀφθαλμούς, ὅστις καὶ διὰ τοῦτο τέκνα δὲν βλέπει. Ἔρημος ἀπὸ σπλάγχνα, καὶ διὰ τοῦτο νεονύμφους δὲν εὐσπλαγχνίζεται. Ἐστερημένος ἀπὸ ἀκοήν, καὶ διὰ τοῦτο δάκρυα τέκνων, μυρολόγια γυναικῶν δὲν ἀκούει. Βασιλέων σκῆπτρα δὲν φοβεῖται. Μάλιστα αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνο τὸ φραγγέλιον περὶ τοῦ ὁποίου προεῖπεν Ἡσαΐας ὁ Προφήτης, ὅτι «οὐδένα εὐσπλαγχνίζεται, πάντα εἰς τὴν ἰδικήν του δύναμιν ὑποτάσσει».