«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἡμέτερος ἀδελφός, μέλλει νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ ἡμᾶς, ὁδήγησον αὐτὸν νὰ διέλθῃ τὴν ζωήν του ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ καὶ ἀξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ἵνα κατὰ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Χάρις σου εὐδοκήσῃ νὰ πληρώσῃ εἷς ἐξ ἡμῶν τὸ τέλος τῆς παρούσης ζωῆς, ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἀξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, νὰ δώσωμεν ὅλοι τὸ κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου, καὶ σύνταξον ἡμᾶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν οὐράνιόν σου Βασιλείαν. Ἀμήν».
Μετὰ τὴν εὐχὴν βαλὼν ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετάνοιαν ἀνεχώρησεν ἀπὸ τῆς ἀδελφότητος τις δὲ δύναται νὰ εἴπῃ τὰς κακοπαθείας τὰς ὁποίας ὑφίστατο εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπῆγε νὰ ἀσκητεύῃ· ἡ τροφὴ τοῦ Ὁσίου τούτου ἦτο τὸν μὲν χειμῶνα ἀπὸ τὰ χόρτα τῆς γῆς, τὸ δὲ θέρος ἀπὸ σκινόκαρπον καὶ ἀγριοκεράτια, ζῶντος ζωὴν ἀγγελικήν, μὲ ὁλονυκτίους προσευχὰς ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· ἀπὸ δὲ τὴν μεγάλην σκληραγωγίαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμνεν, ἀδυνάτισε τόσον, ὥστε δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἵσταται εἰς τοὺς πόδας ὀρθός, ἀλλὰ περιεπάτει ἐσκυμμένος ὡς ζῷον τετράποδον.
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἥτις ἦτο ἡ ἕκτη τοῦ Ὀκτωβρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ παραλάβῃ αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν ἀναπαύσῃ εἰς τὴν οὐράνιον ἀνάπαυσιν, ἐξῆλθεν ὁ Ἅγιος διὰ νὰ εὕρῃ τὴν συνειθισμένην του τροφήν, ἐκεῖ δὲ πού, ὡς εἴπομεν, περιεπάτει ὡς ζῷον τετράποδον ἐσκυμμένος, τὸν εἶδεν ἀπὸ μακρὰν εἷς νέος βοσκὸς προβάτων, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὸ κυνήγιον. Βλέπων δὲ αὐτὸν εἰς τὸν λόγγον, καὶ νομίζων ὅτι εἷναι ζῷον, ἔρριψε τὸ τόξον καὶ τὸν ἐτόξευσε καιρίως εἰς τὴν καρδίαν· εὐθὺς δὲ ὁ Ἅγιος, γνωρίσας ὅτι τὸν ἐκτύπησε βέλος θανατηφόρον, ἔκαμε προσευχὴν εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ φθάσῃ ζῶν εἰς τὸ σπήλαιον, ὃ καὶ ἐγένετο. Ὁ δὲ βοσκός, ὅστις ἐπλήγωσε τὸν Ἅγιον, ἔτρεξε νὰ εὕρῃ καὶ νὰ πάρῃ, ὡς ἐνόμιζε, τὸ θήραμα, τὸ ὁποῖον ἐφόνευσε, πλὴν δὲν τὸ εὗρεν. Βλέπων ὅμως σταγόνας αἵματος καὶ ἀκολουθῶν αὐτάς, ἦλθεν εἰς τὸ σπήλαιον καὶ ἔφθασε τὸν Ἅγιον ἔτι ζῶντα καὶ ἔχοντα τὰς χεῖράς του δεδεμένας σταυροειδῶς, καὶ τὸ βέλος εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ εὐθὺς πίπτει κατὰ γῆς ἀσπαζόμενος τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, κλαίων δὲ καὶ ὀδυρόμενος ἔλεγεν· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὸν ταλαίπωρον, τί ἔπαθον σήμερον! φεῦ μοι τῷ ἀθλίῳ! πῶς ἐτυφλώθην, καὶ ἔγινα φονεὺς εἰς ἄνδρα δίκαιον καὶ Ἅγιον; τί νὰ κάμω! δὲν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νὰ προσδράμω, εἰμὴ μόνον εἰς σέ, Ἅγιε δοῦλε τοῦ Θεοῦ, νὰ μοῦ συγχωρήσῃς τὸ σφάλμα, καὶ νὰ παρακαλέσῃς τὸν Θεὸν νὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς μετάνοιαν».