Ἀφ’ οὗ λοιπὸν παρέμειναν ὀλίγον καιρὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀττάλειαν, παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ξένον καὶ ἁρμόδιον, διὰ νὰ μὴ τοὺς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἐπαινοῦν καὶ τοὺς δοξάζουν, διότι πολλὰ τοὺς εὐφημοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου καὶ ἐθαύμαζον. Βλέπων δὲ ὁ Θεὸς τὸν πόθον, τὸν ὁποῖον εἶχον νὰ ἡσυχάσουν, ὡδήγησεν αὐτοὺς ν᾽ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Ἀττάλειαν καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Κρήτην.
Ἐμβάντες λοιπὸν ὅλοι εἰς πλοῖον ἦλθον μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τὴν ποθητὴν Κρήτην· ἀφ’ οὗ ὅμως ἐπλησίασαν εἰς αὐτήν, ἔτυχεν ἐναντίος ἄνεμος· ὅθεν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ προσορμισθοῦν ἐκεῖ, μάλιστα ἐκινδύνευε νὰ συντριβῇ τὸ πλοῖον καὶ τοῦτο ὅλον ἐγένετο, ἵνα δείξῃ ὁ Θεὸς τὴν δύναμίν του εἰς τοὺς Κρῆτας καὶ νὰ ἀποδείξῃ ὅτι περισσότερον ἠμπορεῖ νὰ βοηθῇ τοὺς δούλους του μὲ μίαν ράβδον καὶ ἕνα ράσον, καθὼς θέλετε ἀκούσει ὅτι ἔκαμεν εἰς τὸν Ὅσιον Ἰωάννην, παρὰ ὅσον ἡμποροῦν νὰ βοηθοῦν ξίφη καὶ ἀκόντια, εἰς τὰ ὁποῖα οἱ Κρῆτες εἶχον τότε τὸ θάρρος των. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἠδύναντο ἀπὸ τὸν μέγαν ἄνεμον νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ ἀγκυροβολήσουν εἰς τὴν Κρήτην, ἔπλευσαν εἰς τὴν ἀντίπεραν νῆσον, ἥτις ὀνομάζεται Γαῦδος, ἡ ὁποία εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὴν Κρήτην μίλια τεσσαράκοντα καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν ἡμέρας εἰκοσιτέσσαρας· εἶτα γενομένης γαλήνης ἐμβῆκαν πάλιν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθον εἰς τὴν Κρήτην.
Θέλων ὅμως ὁ Θεὸς νὰ δοξάσῃ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην καὶ νὰ φανερώσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀρετήν του, τὸν ἐσκέπασεν ἐκεῖ ὅπου ἐκοιμᾶτο καὶ δὲν τὸν εἶδον οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί, ὅταν ἀνεχώρησαν καὶ οὕτως ἀπέμεινεν ἐκεῖ εἰς τὴν Γαῦδον· καὶ τοῦτο ἦτο, ὡς εἴπομεν, θέλημα Θεοῦ, διὰ νὰ γίνῃ τὸ παράδοξον καὶ φοβερὸν θαῦμα, ὅπερ θέλετε ἀκούσει. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀπεβιβάσθησαν οἱ εὐλογημένοι Πατέρες εἰς τὴν Κρήτην, ἀνεζήτησαν τὸν Ἰωάννην καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν, ἐγνώρισαν ὅτι ἔμεινεν εἰς τὴν Γαῦδον, καὶ σταθέντες μετὰ μεγάλης καὶ ἀδιστάκτου πίστεως πρὸς τὸν Θεόν, ἐφώναξαν ἀπὸ τὴν Κρήτην εἰς τὴν Γαῦδον· «Ἀδελφὲ Ἰωάννη, ἐλθὲ πρὸς ἡμᾶς ἀφόβως καὶ μὴ δειλιάσῃς».
Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ προσευξάμενος εἶπε τὸ Ἅγιον Σύμβολον τῆς Πίστεως καὶ ἄλλα κατανυκτικά, ψαλμοὺς καὶ τροπάρια, καὶ σφραγίσας τὴν θάλασσαν μὲ τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἥπλωσε τὸ ράσον του ἐπάνω εἰς τὰ ὕδατα·