Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ἐκ Μονεμβασίας, τελειωθέντος ἐν ταῖς βασάνοις κατὰ τὴν Λάρισαν, ἐν ἔτει ͵αψογ’ (1773).

Ἀλλ’ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ὅλα ταῦτα τὸν ἐφύλαττεν. Ἔφθασε δὲ καὶ ἡ νηστεία τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τοῦ δεκαπενταυγούστου λεγομένη, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἀοίδιμος Ἰωάννης δὲν ἠθέλησε κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ ἀρτυθῇ καὶ νὰ χαλάσῃ τὴν νηστείαν, ἐκλείσθη ὑπὸ τοῦ αὐθέντου του εἰς ἓν κατώγειον, τὸ ὁποῖον ἦτο τόπος τῶν ἀλόγων καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ διάστημα τῶν δέκα πέντε ἡμερῶν πότε τὸν ἐκρέμα καὶ τὸν ἐκάπνιζε μὲ ἄχυρα καὶ πότε τὸν ἐκτύπα μὲ τὸ ξίφος εἰς ὅλον τὸ σῶμα, βιάζων αὐτὸν διὰ νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ μιαρὰ φαγητά των, τόσον τὴν ἡμέραν ὅσον καὶ τὴν νύκτα.

Ὁ γενναῖος ὅμως τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητής, μιμούμενος τοὺς τρεῖς Παῖδας, οἵτινες δὲν ἠθέλησαν νὰ μιαροφαγήσωσιν ἀπο τὰ βρώματα τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος καὶ τοὺς Ἁγίους Μακκαβαίους, οἵτινες, δὲν ἠθέλησαν νὰ φάγωσι χοιρινὰ κρέατα, διότι ἦτο ἐμποδισμένον ἀπὸ τὸν θεῖον Νόμον, δὲν ἔστερξεν ὁ μακάριος μὲ τελειότητα οὔτε κἂν νὰ γευθῇ ἀπὸ τὰ ἠρτυμένα φαγητά, ἀλλ’ ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα καὶ τὴν βοήθειαν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, διὰ τὴν τιμὴν τῆς ὁποίας ἡ νηστεία αὕτη γίνεται, προέκρινε κάλλιον νὰ θανατωθῇ παρὰ νὰ χαλάσῃ τὴν ἁγίαν νηστείαν. Ὁ δὲ αὐθέντης του, βλέπων αὐτὸν ὅτι δὲν πείθεται, τὸν ἄφηνε νηστικὸν δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ δὲν τοῦ ἔδιδε νὰ φάγῃ τελείως, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ, ἱσταμένη πλησίον τοῦ υἱοῦ της καὶ βλέπουσα αὐτὸν ἀποκαμωμένον ἀπὸ τοὺς σπαθισμούς, ἀπὸ τὰ κρεμάσματα, ἀπὸ τὴν νηστείαν καὶ ἀπὸ τὰς ἄλλας κακοπαθείας, τὰς ὁποίας ἐδοκίμαζεν, τὸν ἐπαρακίνει νὰ φάγῃ λέγουσα πρὸς αὐτόν· «Φάγε, υἱέ μου, ἀπὸ τὰ φαγητὰ αὐτά, φάγε διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃς, καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία σὲ συγχωροῦσι, διότι δὲν τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης. Λυπήσου, υἱέ μου, καὶ ἐμὲ τὴν πτωχὴν καὶ τεθλιμμένην μητέρα σου καὶ μὴ θελήσῃς νὰ ἀποθάνῃς ματαίως, νὰ μ’ ἀφήσῃς ἀπαρηγόρητον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ταύτην καὶ ξενιτείαν, ἐπειδή, ὅταν ἔχω σέ, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εὑρίσκομαι εἰς αἰχμαλωσίαν». Ὁ δὲ Μάρτυς, στηρίζων τὴν ἀσθένειαν τῆς μητρός του, τῆς ἔλεγε· «Διατὶ κάμνεις οὕτω, μητέρα μου, διὰ ποίαν αἰτίαν κλαίεις, διατὶ δὲν μιμεῖσαι καὶ σὺ τὸν Πατριάρχην Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Πλάστου του ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονογενῆ του υἱόν, μόνον κλαίεις καὶ θρηνεῖς δι’ ἐμέ; ἐγὼ εἶμαι υἱὸς Ἱερέως καὶ πρέπει νὰ φυλάττω καλλίτερα ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῶν λαϊκῶν τοὺς νόμους καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, διότι ὅταν τὰ μικρὰ δὲν φυλάττωμεν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ φυλάξωμεν τὰ μεγάλα;».