Ταῦτα ἀκούοντες ἡμεῖς ἐδοξάζαμεν τὸν Θεὸν καὶ ἐπαρακαλούσαμεν τὸν Ἅγιον νὰ φάγῃ τι, καὶ νὰ μᾶς παρηγορήσῃ διὰ τὴν λύπην τὴν ὁποίαν εἴχομεν, ὅτι δὲν μᾶς ἔκαμνε καιρὸν νὰ ταξιδεύσωμεν. Ἐκεῖνος δὲ ἔφαγε διὰ ταπείνωσιν, λέγων εἰς ἡμᾶς· «Μὴ λυπεῖσθε, διότι αὔριον εἶσθε εἰς τὴν Νάξον, τὴν Δευτέραν ἀναχωρεῖτε ἀπ’ ἐκεῖ, καὶ τὴν Τρίτην φθάνετε εἰς τὴν Κρήτην κατευόδιον καὶ κάμνετε ὅ,τι ὁ βασιλεὺς ἐπρόσταξε, καὶ πάλιν εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐπιστρέφετε χωρὶς κανὲν ἐμπόδιον νὰ σᾶς ὑποδεχθῇ ὁ βασιλεὺς ἀγαλλόμενος». Αὐτὰ ὅλα ἔγιναν καὶ ἐτελειώθησαν ὕστερα καθὼς ὁ Ὅσιος ἐπροφήτευσε. Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ὅταν ἠθέλαμεν νὰ φύγωμεν, ἐλειτούργησεν ὁ Ἅγιος καὶ κοινωνήσαντες τὰ θεῖα μυστήρια, ἐφιλεύθημεν ὁμοῦ· ἔπειτα μὲ προσέταξε νὰ γράψω, ἀφοῦ ἐπιστρέψω εἰς τὴν οἰκίαν μου, τὴν κάτω γεγραμμένην διήγησιν, διὰ νὰ δοξασθῆ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μιμηθῶσι καὶ ἄλλοι τῆς Ὁσίας τὴν ἄσκησιν, καὶ μοῦ λέγει:
«Τινὲς κυνηγοὶ ἦλθον ἐδῶ ὀλίγα ἔτη πρότερον, ἀπὸ τὴν Εὔριπον, διὰ νὰ εὕρωσιν ἐλάφους καὶ ἄλλα ἄγρια ζῷα, ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἷς εὐλαβὴς μοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς γλυκυτάτην διήγησιν. «Ἡμέραν τινὰ ἦλθα ἐδῶ μέ τινας συντρόφους νὰ κυνηγήσωμεν καὶ ξεχωρίσας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπῆγα νὰ προσκυνήσω τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου· ἰδὼν δὲ εἴς τινα λάκκον ὀλίγα λουμπινάρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κάμνει ὁ τόπος οὗτος πολλά, ἐγνώρισα, ὅτι Ἅγιός τις θὰ κατοικῇ εἰς ταύτην τὴν ἔρημον. Στοχαζόμενος λοιπὸν εἰς τὸ ἕνα καὶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ Ναοῦ βλέπω εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τεμάχιον πανίου λεπτοῦ ἢ ἱστὸν ἀράχνης ὑπὸ τοῦ ἀνέμου σαλευόμενον καὶ θέλων νὰ πλησιάσω διὰ νὰ γνωρίσω καλλίτερα τὸ φαινόμενον, ἤκουσα φωνὴν λέγουσαν: «Στάσου, ἄνθρωπε, μὴ πλησιάσῃς, διότι εἶμαι γυνὴ γυμνὴ καὶ ἐντρέπομαι»· ἐγὼ δὲ ἀπὸ τὸν φόβον μου ἠθέλησα νὰ φύγω, ὅτι αἱ τρίχες μου ἐσηκώθησαν ὡς ἄκανθαι καὶ κατὰ πολλὰ ἐτρόμαξα».
«Ἀφοῦ συνῆλθον ὀλίγον, τὴν ἠρώτησα τὶς καὶ πόθεν ἦτο· καὶ μοῦ λέγει· «ρίψον μου, σὲ παρακαλῶ, ἔνδυμά τι νὰ σκεπασθῶ καὶ ἔπειτα θὰ σοῦ εἴπω εἴ τι εἶναι θέλημα Θεοῦ». Τότε τῆς ἔρριψα τὸ ἐπανωφόριόν μου καὶ ἀφοῦ ἐνεδύθη, ἔκαμε πρότερον τὸν Σταυρόν της καὶ προσηυχήθη διὰ νὰ μὴ νομίσω ὅτι εἶναι φάντασμα, ἔπειτα ἦλθε πλησίον μου.