ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ ἡ Ὁσία μήτηρ ἡμῶν κατήγετο ἀπὸ τὴν Μυτιλήνην καὶ ἠγωνίσθη ἐν Πάρῳ κατὰ τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ νῆσος αὕτη ἦτο ἐντελῶς ἔρημος ἀπὸ τὰς ἐπιδρομὰς τῶν Ἀράβων πειρατῶν, ἐγνώσθη δὲ ἡ ἄσκησις αὐτῆς ὑπὸ τὰς ἑξῆς περιστάσεις.
Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ τοῦ ἐν ἔτει ωπϛ’ (886) βασιλεύσαντος ἦσαν εἰς τὴν Κρήτην Ἄραβες, οἵτινες ἐλεηλάτουν μὲ τὸν στόλον, λαφυραγωγοῦντες διάφορα χωρία καὶ πόλεις, ὅσας ἠδύναντο· ὁ δὲ βασιλεὺς ἔστειλε στόλον ἀρκετόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐψήφισεν ἄρχοντα τὸν μέγαν ἐκεῖνον καὶ στρατηγικώτατον Ἡμέριον, μὲ τὸν ὁποῖον ἔστειλε καὶ ἐμὲ (λέγει ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, ὅστις ἔγραψε τὸν Βίον τοῦτον) ἀντιπρόσωπον εἰς ἐκείνους τοὺς Ἄραβας, οἵτινες ἐτυράννουν τὴν Κρήτην, δίδων εἰς ἡμᾶς ἐξουσίαν, ἐὰν δὲν δυνηθῶμεν νὰ τοὺς ὑποτάξωμεν μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν βασιλεία, νὰ τοὺς ἀφανίσωμεν μὲ τὰ πολεμικὰ ὅπλα. Ὅταν ἐπλησιάσαμεν εἰς τὴν Ἴον, ἐποδίσαμεν ἀπὸ ἐναντίον ἄνεμον καὶ ἠράξαμεν εἰς Πάρον, εἰς τὸν λιμένα ὅστις βλέπει πρὸς τὴν Νάξον· ἐκεῖθεν ἐπήγαμεν νὰ προσκυνήσωμεν τὸν θαυμάσιον Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸν ὁποῖον ὀνομάζουν Ἑκατονταπυλιανήν [1].
Βλέποντες λοιπὸν τὸν Ναὸν αὐτὸν τόσον μεγάλον καὶ ὡραιότατον ἐχαιρόμεθα, διότι εἶχεν ἀκόμη μέρος ἐκ τῶν λειψάνων τῆς παλαιᾶς ὡραιότητος, ἦτο δὲ μὲ πολλοὺς κίονας θεμελιωμένος καὶ ὅλος ἔσωθεν ἐνδεδυμένος μὲ πριονιστὰ μάρμαρα, καὶ τόσον ἐλέπτυνεν ὁ τεχνίτης τὴν πέτραν καὶ τὴν ὕφανεν, ὥστε ἐφαίνετο ὅτι ἦτο ὁ τοῖχος ἐνδεδυμένος μὲ ἱμάτια βύσσινα καὶ μὲ πορφυρὰ ὑφάσματα. Τόσην δὲ ἐπιτηδειότητα καὶ σπουδὴν ἔβαλεν εἰς τὸ τοιοῦτον ἔργον ὁ τεχνίτης, ὥστε ἐφιλονείκησε καὶ προσεπάθησε νὰ δώσῃ τὸ κάλλος καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς αἰσθητῆς φύσεως εἰς τὰ ἀναίσθητα κτίσματα. Ὅταν δὲ εἴδομεν καὶ τὸ σκέπασμα, ὅπερ ἦτο πρότερον ἄνωθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης καὶ τότε ἔκειτο ἔσωθεν τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ, ἐθαυμάσαμεν τὴν καλλονὴν καὶ τὴν τερπνότητα αὐτοῦ, διότι δὲν ἐδείκνυεν ἐκεῖνο τὸ πελέκημα καὶ τόρνευμα, ὅτι ἔχει φύσιν μαρμάρου, ἀλλὰ ἐφαίνετο, ὅτι ἦτο γάλα πηγμένον κατὰ ἀλήθειαν [2].