Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Τριάκοντα Τριῶν Μαρτύρων τῶν ἐν Μελιτινῇ, ΙΕΡΩΝΟΣ καὶ τῶν λοιπῶν.

Εἷς δὲ ἀπ’ ἐκείνους, Οὐΐκτωρ ὀνόματι, συγγενὴς τοῦ Ἱέρωνος, περὶ τοῦ ὁποίου προείπομεν, ὅστις εἶχε καὶ αὐτὸς συλληφθῆ, ἐδειλίασεν ἀπὸ τὸν πόνον τῶν πληγῶν ὁ ἄθλιος, καὶ φοβούμενος τὰ μέλλοντα βάσανα, ἐκάλεσε κρυφίως τὸν κομενταρήσιον καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν μὲ ταπείνωσιν, νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ φύγῃ καὶ νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν βίβλον, εἰς τὴν ὁποίαν τοὺς εἶχον γράψει καὶ διὰ ταύτην τὴν χάριν νὰ τοῦ χαρίσῃ ἕνα ἀγρόν, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τοὺς Κοράμους. Ὁ δὲ κομενταρήσιος μετὰ χαρᾶς τὸν ἐλύτρωσε, διότι εἶχε καὶ αὐτὸς ἄλλους ἀγροὺς πλησίον τοῦ ἄνωθι. Φεύγων λοιπὸν ὁ Οὐΐκτωρ τὴν νύκτα ἐζημιώθη τὸν ἀγρὸν καὶ τὴν ψυχήν του ὁ δείλαιος καὶ τὸ πρωΐ, γνωρίσας τὸ πραχθὲν ὁ Ἱέρων, πικρῶς ἐθρήνει τοῦ συγγενοῦς τὴν ἀπώλειαν, λέγων· «Οἴμοι, Οὐΐκτωρ, καὶ τί κακὴν πραγματείαν ἔκαμες, νὰ ἀνταλλάξῃς διὰ ζωὴν βραχυτάτην τὴν αἰωνίζουσαν διὰ μικρὰν ἄνεσιν ἐζημιώθης χαρὰν ἀτελεύτητον καὶ ἡδονὴν ἀνεκλάλητον, καὶ διὰ νὰ φύγῃς μίαν ἡμέραν ὀλίγην κάκωσιν, μέλλει νὰ πέσῃς εἰς χεῖρας Θεοῦ, νὰ φλογίζησαι εἰς τὸ πῦρ τῆς γεέννης αἰωνίως, δυστυχέστατε».

Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ὁ Ἀγιος ἱκανῶς, ἐκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του Ματρωνιανὸν καὶ Ἀντώνιον, οἵτινες παρηκολούθουν μακρόθεν τὰ γενόμενα καὶ τοὺς λέγει· «Ἀκούσατε τὴν τελευταίαν μου διάταξιν, τὴν ὁποίαν σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐκτελέσετε, ὅταν ὑπάγητε εἰς τὴν χώραν μας. Ἀφήνω τῆς ἀδελφῆς μου Θεοτιμίας τὸ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχω εἰς τὴν Πεσδησίαν, νὰ τρέφεται καὶ νὰ κάμνῃ κατ’ ἔτος τὸ μνημόσυνον τοῦ Μαρτυρίου μου· τὰ δὲ ἐπίλοιπά μου πράγματα ἀφήνω τῆς μητρός μου ἅπαντα, διὰ νὰ κυβερνηθῇ εἰς τὸ γῆρας της· ἔτι δὲ ἀφήνω εἰς αὐτὴν τὴν δεξιάν μου χεῖρα, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔκοψαν, νὰ τὴν ἔχῃ εἰς παραμυθίαν τῆς ἀβλεψίας της. Ἂς στείλῃ δὲ καὶ γράμμα παρακαλεστικὸν δι᾽ ἐμὲ πρὸς τὸν μεγαλοπρεπέστατον Ρουστίκιον τὸν αὐθέντην τῆς Ἀγκύρας, νὰ τῆς δώσῃ τὸν οἶκον, ὅστις εἶναι εἰς τὴν Καδεσάνην, νὰ φυλάξῃ ἐκεῖ τὴν χεῖρα μου». Ταῦτα ὁ Ἅγιος συνταξάμενος ηὐχαρίστει τὸν Κύριον χαίρων διὰ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ἀπολαύσεως.

Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἔφεραν καὶ πάλιν τοὺς Ἁγίους εἰς ἐξέτασιν, ἐπάσχισε δὲ πολλὰ ὁ λυσσώδης Λυσίας μὲ κολακείας καὶ πανουργίας νὰ τοὺς διαστρέψῃ εἰς τὴν ἀσέβειαν, ἀλλὰ ματαίως ἐβασανίζετο· ὅθεν τοὺς ἔδωκε ραβδισμὸν ὠμὸν καὶ πολλὰ ἰσχυρὸν ὁ ἄσπλαγχνος, βλέπων δὲ ὅτι ἦσαν εἰς τὴν προτέραν γνώμην στερεοὶ καὶ ἀμετακίνητοι, ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὰς τιμίας αὐτῶν κεφαλὰς ἔξω τῆς πόλεως.