Ἀφ’ οὗ λοιπὸν προσηυχήθησαν, ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ὁ μὲν θεῖος Ἀντώνιος ἔφαγε τὸ ἓν τεμάχιον καὶ ἄλλο δὲν ἤγγισεν, ὁ δὲ Παῦλος, ἐπειδὴ ἔτρωγεν ἀργότερα, εἶχεν ἀκόμη ὑπόλοιπον ἐκ τοῦ πρώτου τεμαχίου. Ἀφ’ οὗ δὲ τὸ ἔφαγεν ὅλον, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος· «Φάγε, παππία, καὶ ἄλλο τεμάχιον». Ἀπεκρίθη ὁ Παῦλος· «Ἐὰν φάγῃς σύ, τότε θὰ φάγω καὶ ἐγώ». Λέγει ὁ θεῖος Ἀντώνιος· «Εἰς ἐμὲ εἶναι ἀρκετὸν τὸ ἓν τεμάχιον, διότι εἶμαι Μοναχός». Ἀπεκρίθη ὁ Παῦλος· «Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ γίνω Μοναχός, ἀρκετὸν εἶναι καὶ εἰς ἐμὲ τὸ ἓν τεμάχιον». Ὅθεν ἐγερθέντες καὶ οἱ δύο ἔψαλλον καὶ ὀλίγον κοιμηθέντες, πάλιν ἠγέρθησαν καὶ ἔψαλλον, ἕως οὗ ἐξημέρωσεν. Ἔπειτα ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔστειλε τὸν Παῦλον νὰ περιπατήσῃ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν ἔρημον καὶ κατόπιν νὰ ἐπανέλθῃ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέστρεψεν, ἦλθον ἀδελφοί τινες εἰς τὸν Ἀντώνιον. Ἐπρόσεχε τότε ὁ Παῦλος τί ἔμελλε νὰ προσταχθῇ παρὰ τοῦ Ἀντωνίου· ὁ δὲ θεῖος Ἀντώνιος μειδιῶν λέγει πρὸς τὸν Παῦλον· «Ὑπηρέτησον τοὺς ἀδελφοὺς σιωπῶν καὶ μὴ γευθῇς τίποτε ἕως ὅτου ἀναχωρήσουν». Ἀφοῦ δὲ παρῆλθον τρεῖς ἀκόμη ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ μακάριος Παῦλος ἐξετέλει τὴν ἐντολήν, χωρὶς νὰ εἴπῃ λόγον τινὰ καὶ χωρὶς νὰ γευθῇ οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην τροφήν, ἠρώτησαν τοῦτον οἱ ἀδελφοί· «Διατί σιωπᾷς;». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἀπεκρίνετο, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος· «Ὁμίλησον εἰς τοὺς ἀδελφούς». Τότε ὁ Παῦλος ὡμίλησε πρὸς αὐτούς.
Ἡμέραν τινὰ ἀδελφός τις ἔφερεν εἰς τὸν Ἀντώνιον σταμνίον μέλιτος, ὁ δὲ Ἀντώνιος ἔχυσεν αὐτὸ εἰς τὴν γῆν, εἰπὼν εἰς τὸν Παῦλον· «Σύλλεξον μὲ ὀστρείδιον τὸ μέλι τόσον καλά, ὥστε νὰ μὴ χαθῇ οὔτε ρανὶς ἐξ αὐτοῦ». Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν λόγον τοῦτον οὐδόλως ἐταράχθη ὁ Παῦλος οὔτε παρήκουσεν, ἀλλ’ ἐξετέλεσε προθύμως τὴν ἐντολήν. Ἄλλοτε προσέταξεν αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος νὰ ἀντλῇ ὕδωρ ἐκ τοῦ ἐκεῖ φρέατος καὶ νὰ τὸ χύνῃ εἰς τὴν γῆν ἀσκόπως καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν. Ἄλλοτε πάλιν ἔσχισεν ὁ Ἀντώνιος τὸ ἔνδυμα τοῦ Παύλου καὶ κατόπιν τὸν διέταξε νὰ τὸ ράψῃ. Ὅταν πλέον εἶδεν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅτι ὁ Παῦλος ἀγογγύστως καὶ ἀδιστάκτως ἐκτελεῖ πᾶσαν προσταγήν του, λέγει πρὸς αὐτόν· «Πρόσεχε, ἀδελφέ, καὶ ἐὰν ἠμπορῇς νὰ πράττῃς οὕτω καθ’ ἑκάστην, μένε μετ’ ἐμοῦ, ἂν δὲ δὲν δύνασαι, ὕπαγε ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου ἦλθες». Ἀπεκρίθη τότε ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Ἂν ἔχῃς νὰ προστάξῃς τίποτε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι μὲ ἐπρόσταξες ἕως τώρα, δὲν γνωρίζω. Ὅλα ὅμως ὅσα ἕως τώρα μὲ ἐπρόσταξες νὰ πράξω, ὅλα τὰ ἔπραξα, μὲ ὅσην ἠδυνήθην προθυμίαν».