ΠΑΥΛΟΣ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν ὁ ὀνομασθεὶς Ἁπλοῦς ἦτο Αἰγύπτιος τὸ γένος σύγχρονος ὑπάρχων τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, γεωργὸς τὸ ἐπάγγελμα, ἁπλοϊκὸς τοὺς τρόπους καθ’ ὑπερβολήν, ἄκακος καὶ ἄπλαστος κατὰ τὴν γνώμην, τόσον ὥστε οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ τὸν ὑπερβάλῃ. Εἶχε δὲ ὁ εὐλογημένος καὶ γυναῖκα κακότροπον καὶ μοιχαλίδα, ἡ ὁποία μοιχευομένη ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐκρύπτετο ἀπὸ τὸν Ὅσιον.
Ἡμέραν δέ τινα συνέπεσε νὰ ἔλθῃ ὁ Ὅσιος ἐκ τοῦ ἀγροῦ εἰς ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἀνεμένετο. Εὑρὼν δὲ τὴν γυναῖκά του μοιχευομένην εἰς τὸν οἶκον του, γελάσας σεμνῶς εἶπε πρὸς τὴν μοιχαλίδα· «Καλῶς· δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τίποτε πλέον· ὅμως ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οὔτε θέλω νὰ σὲ ἴδω μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου». Πρὸς δὲ τὸν μοιχὸν εἶπεν· «Ἔχε τὴν γυναῖκά μου ταύτην σὺ ἀπὸ τοῦ νῦν, καθὼς καὶ τὰ παιδία αὐτῆς, ἐγὼ δὲ ὑπάγω νὰ γίνω Μοναχός». Μετέβη τότε εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον καὶ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὴν θύραν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν ὁ θεῖος Ἀντώνιος καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ποῖος εἶσαι, ἀδελφέ, καὶ τί ζητεῖς ἐδῶ;». Ἀπεκρίθη ὁ Παῦλος· «Ξένος εἶμαι καὶ ἦλθον εἰς σέ, ἵνα γίνω Μοναχός». Λέγει ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος· «Ἑξήκοντα ἐτῶν γέρων δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ Μοναχός, οὔτε δύναται νὰ ὑπομείνῃ τὰς θλίψεις καὶ τὴν στενότητα τῆς ἐρήμου. Ἀλλ’ ἐὰν θέλης, ὕπαγε εἰς Κοινόβιον, ἵνα καὶ τὰ σωματικὰ ἀγαθὰ πλούσια εὕρῃς ἐκεῖ καὶ διανύσῃς ἀκόπως τὴν ζωήν σου μὲ τοὺς κοινοβιάτας Μοναχούς, διότι οἱ ἀδελφοὶ θέλουν βοηθήσει τὴν ἀδυναμίαν σου· ἐγὼ δὲ κάθημαι μόνος καὶ ἀνὰ πέντε ἡμέρας τρώγω ἄρτον μετ’ οἰκονομίας». Ὁ μακάριος Παῦλος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσῃ τὸν Γέροντα, ἀλλ’ ἐφρόντιζε νὰ γίνῃ δεκτὸς πρὸς συγκατοίκησιν μετ’ αὐτοῦ.
Μὴ δυνηθεὶς λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος νὰ διώξῃ αὐτόν, ἔκλεισε τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν ἔξω τρεῖς ἡμέρας, χωρὶς νὰ ἐξέλθῃ νὰ τὸν ἴδῃ· ὁ δὲ Παῦλος ἔμεινε νῆστις, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε. Τὴν δὲ τετάρτην ἡμέραν, ἔχων ἀνάγκην ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἤνοιξε τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου καὶ εὑρίσκων ἔξω τὸν Παῦλον τοῦ λέγει· «Φύγε, γέρον, ἀπ’ ἐδῶ καὶ μὴ μὲ βιάζῃς, διότι δὲν δύνασαι νὰ μείνῃς μετ’ ἐμοῦ». Ὁ Παῦλος τότε ἀπεκρίθη· «Ἀδύνατον εἶναι νὰ μεταβῶ εἰς ἄλλο μέρος». Ἰδὼν λοιπὸν ὁ θεῖος Ἀντώνιος, ὅτι δὲν εἶχεν οὔτε δισάκκιον, οὔτε ἄρτον, οὔτε ἄλλο τι, λέγει πρὸς αὐτόν·
«Ἐὰν ἔχῃς ὑπακοὴν καὶ ἐκτελῇς ἀόκνως καὶ ἀγογγύστως τὰς παραγγελίας μου, γνώριζε ὅτι καὶ ἐδῶ ἠμπορεῖς νὰ σωθῇς ἐὰν ὅμως δὲν πράττῃς ὅ,τι θὰ σοῦ λέγω, διατί νὰ κοπιάσῃς ματαίως καὶ δὲν ἐπανέρχεσαι ἐκεῖ ὁπόθεν ἦλθες;». Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ μακάριος Παῦλος εἶπε· «Ὅσα μὲ προστάζεις, ὅλα θέλω ἐκτελεῖ προθύμως».