Ὅθεν ἐλθὼν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν συνηγμένοι οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως, ἐβόησε πρὸς αὐτούς, λέγων· «Βοηθήσατέ μοι, Ἀθηναῖοι σοφώτατοι». Ἐρωτηθεὶς δὲ πόθεν ἦτο καὶ τί ἐχρειάζετο, ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἀπεκρίθη· «Μοναχὸς εἶμαι ἐξ Αἰγύπτου, ἀπὸ δὲ τῆς νεότητός μου μὲ ἠνώχλουν τρεῖς δανεισταί, ἐκ τῶν ὁποίων τοὺς μὲν δύο ἠδυνήθην καὶ ἐπλήρωσα καὶ πλέον δὲν μὲ πειράζουσι, ἀλλὰ ὁ τρίτος μὲ φοβερίζει, ὅτι ἐὰν δὲν τοῦ δώσω τὸ χρέος σήμερον, θὰ μὲ δικάσῃ ὁ αὐθάδης εἰς θάνατον».
Τότε οἱ σοφοὶ τὸν ἠρώτησαν, τίνες ἦσαν οἱ τρεῖς δανεισταί. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ φιλαργυρία, ὁ δεύτερος ἡ πορνεία καὶ ὁ τρίτος ἡ γαστριμαργία. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἐχθροὶ εἶναι οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ νεότητός μου ἰσχυρότατα καὶ τοὺς μὲν δύο ἐνίκησα κατὰ κράτος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως εἶναι ἐξωτερικοί. Ἀλλὰ ἡ κοιλία θέλει τὸ ὀφειλόμενον καὶ μοῦ φωνάζει. Διότι ἔχω τέσσαρας ἡμέρας ὅπου δὲν ἔφαγον». Τοῦ ἔδωσαν τότε μερικὰ νομίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ ἠγόρασε μόνον ἕνα ἄρτον, ἐχάρισε τὰ ὑπόλοιπα. Ἀπὸ τοῦτο τὸ συμβὰν ἀνεγνώρισαν οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι ἦτο ἐνάρετος. Κατόπιν μετέβη εἰς τὴν Λακεδαίμονα καὶ ἐπωλήθη εἰς μέγαν τινὰ ἄρχοντα, ὅστις ἦτο Μανιχαῖος τὴν αἵρεσιν. Ἐκεῖ εἰς διάστημα δύο χρόνων ἐπέστρεψεν ὅλους τῆς οἰκίας ἐκείνης εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ τότε τοὺς ἐπανέδωσε τὰ χρήματα τῆς ἀγορᾶς του. Ἔπειτα, πεφωτισμένος παρὰ Θεοῦ, εἰσῆλθεν εἰς ἓν πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐταξίδευεν εἰς τὴν Ρώμην, ἔχων γνώμην νὰ χειραγωγήσῃ καὶ ἐκεῖ ὅσους δυνηθῇ, πρὸς εὐσέβειαν.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔκαμε τρεῖς ἡμέρας εἰς τὸ πλοῖον καὶ δὲν τὸν εἶδαν οἱ ναῦται να φάγῃ τίποτε, τὸν ἠρώτησαν τὴν αἰτίαν, ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὅτι δὲν εἶχε τίποτε βρώσιμον. Ὅθεν ὠνείδιζον αὐτὸν τινες λέγοντες· «Πῶς ἐτόλμησες λοιπὸν νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸ πλοῖον χωρὶς χρήματα καὶ πόθεν θὰ πληρώσῃς τὸν ναῦλόν σου;». Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη μὲ πραότητα· «Ἐὰν ὁρίζετε, πάρετέ με μαζί σας διὰ τὴν ψυχήν σας, εἰδ’ ἄλλως ἐπιστρέψατέ με ἐκεῖ ὅπου μὲ ἐπήρατε». Τότε οἱ ναῦται καὶ μὴ θέλοντες, τὸν ἔτρεφον, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ. Ὅτε δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ρώμην ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ πλοῖον καὶ ἠρώτησεν ἐὰν ἦτο κανεὶς Μοναχὸς ἐνάρετος. Ἔμαθε λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχεν ἐκεῖ Ὁσία τις παρθένος, ἔγκλειστος, ἡ ὁποία οὐδέποτε συνωμίλησε μετά τινος ἀνδρός. Τότε ὁ Σεραπίων, πεφωτισμένος ἐκ θείου Πνεύματος, ἀπῆλθεν εἰς τὸ κελλίον αὐτῆς καὶ λέγει εἰς τὴν δούλην της· «Εἰπὲ εἰς τὴν κυρίαν σου, ὅτι ἦλθεν εἷς Ἀββᾶς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἵνα συνομιλήσετε». Ἀπελθοῦσα λοιπὸν ἡ δούλη, εἶπεν εἰς τὴν παρθένον τὸν λόγον, ἐκείνη ὅμως δὲν ἐδέχθη τὸν Ὅσιον, ἀπαντήσασα ὅτι δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ συνομιλήσῃ μὲ ἄνδρα.