Ἄλλοτε, εὑρισκόμενος ὁ Ὅσιος μὲ τὸν ὑποτακτικόν του εἰς πόλιν τινά, τὸν ἐπρόσταξε νὰ τὸν πωλήσῃ εἴς τινας εἰδωλολάτρας, οἵτινες συνέθετον κωμωδίας καὶ ἐκεῖνος οὕτως ἐποίησε· τὰ δὲ ἀργύρια τὰ ὁποῖα εἰσέπραξεν ὁ μαθητής, τοῦ τὰ ἔδωσε κρυφίως καὶ τὰ ἐφύλαξε μέχρι τέλους. Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν οἶκον τῶν ἀγορασάντων αὐτὸν ὑποτασσόμενος εἰς ὅλα αὐτῶν τὰ προστάγματα. Εἰργάζετο δὲ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν νῆστις, τὴν δὲ νύκτα ἔτρωγεν ὀλίγον ἄρτον καὶ ἔπινεν ὀλίγον ὕδωρ, τὸ δὲ περισσότερον μέρος τῆς νυκτὸς προσηύχετο καὶ ὅλην σχεδὸν τὴν θείαν Γραφὴν ἀπεστήθιζε.
Βλέποντες λοιπὸν οἱ κύριοί του τὰς ἀρετὰς αὐτοῦ ἐθαύμαζον καὶ ὅσον ὁ καιρὸς παρήρχετο, τοσοῦτον τὸν ηὐλαβοῦντο περισσότερον. Ἕνεκα τούτου, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, μὲ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους του τοὺς ἔφερεν εἰς θεογνωσίαν, συνεργούσης τῆς θείας Χάριτος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθησαν, ηὐχαρίστησαν αὐτὸν λέγοντες· «Ἐπειδὴ μέσῳ σοῦ ἐγνωρίσαμεν τὴν δύναμιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο σοῦ χαρίζομεν τὴν ἐλευθερίαν, καθὼς καὶ σὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ δαίμονος». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Ἐπειδὴ ὁ ἐλεήμων Θεὸς σᾶς ἐφώτισε καὶ ἐγνωρίσατε τὴν ἀλήθειαν, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εὑρίσκωμαι πλέον εἰς τὴν οἰκίαν σας· μάθετε δέ, ὅτι ἐγὼ δὲν ἤμην δοῦλος τινός, ἀλλὰ Ἀσκητὴς τῆς Αἰγύπτου ἐλεύθερος καὶ μόνον διὰ νὰ σᾶς λυτρώσω ἀπὸ τὴν πλάνην ἔγινα δοῦλος ἰδικός σας. Λάβετε λοιπὸν ταῦτα τὰ νομίσματα, τὰ ὁποῖα ἐδώσατε, διότι τὰ ἐφύλαττον διὰ νὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψω σήμερον καὶ δώσατέ μου συγχώρησιν, διὰ νὰ ὁδηγήσω καὶ ἄλλους πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ἐκεῖνοι ὅμως παρεκάλουν αὐτὸν κλαίοντες νὰ παραμείνῃ μετ’ αὐτῶν ὀλίγον ἀκόμη καιρόν, ὄχι ὡς δοῦλός των, ἀλλ’ ὡς δεσπότης καὶ κύριος. Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν ὑπήκουσεν. Ἐκ δευτέρου δὲ τὸν παρεκάλεσαν νὰ πάρῃ τὰ χρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἠγόρασαν καὶ νὰ τὰ διανείμῃ εἰς πένητας, ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Μοιράσατέ τα σεῖς, διότι εἶναι ἰδικά σας».
Ἀναχωρήσας λοιπὸν ἐκεῖθεν ὁ Ὅσιος ἐπορεύετο εὐαγγελικῶς χωρὶς νὰ κρατῇ χρυσὸν ἢ ἄργυρον ἢ σάκκον ἢ ράβδον ἢ φαγώσιμόν τι, ἀλλὰ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων μὲ ἕνα μόνον χιτῶνα, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος. Οὕτω δὲ πορευόμενος ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ἔφθασε καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶχε δὲ τότε τρεῖς ἡμέρας ὅπου ἐβάδιζε χωρὶς νὰ φάγῃ, τίποτε καὶ ἐκινδύνευεν ἀπὸ τὴν πεῖναν.