Εἴπομεν ἀνωτέρω μὲ ποῖον τρόπον συνέδεσεν ὁ Ὅσιος Βενέδικτος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν Θεὸν καὶ πῶς διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀσκήσεως ἐπλουτίσθη παρ’ Αὐτοῦ μὲ δύναμιν θαυμάτων καὶ ἰαμάτων, διότι καὶ νεκροὺς ἀνέσταινε καὶ τὰ μέλλοντα προέλεγε καὶ διελέγετο περὶ τῶν ἀπωτάτων σημείων ὡς νὰ ἦσαν παρόντα. Πρέπει ὅμως καὶ τοῦτο νὰ εἴπωμεν, ὡς ἀναγκαῖον. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ πρὸς Κύριον, ἐπρόλαβε καὶ διεμήνυσε τόσον εἰς τοὺς μαθητάς του, ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ πλησίον του, ὅσον καὶ εἰς τοὺς μακρὰν διατελοῦντας, ὅτι θὰ ἀπέλθῃ τοῦ κόσμου τούτου καὶ ὅτι θὰ γίνῃ σημεῖον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ γνωρίσωσιν ὅλοι, ὅτι χωρίζεται ἀπὸ τοῦ σώματος. Πρὸ ἓξ λοιπὸν ἡμερῶν ἀπὸ τῆς ὁσίας αὐτοῦ κοιμήσεως, ἐπρόσταξεν ὁ Ὅσιος νὰ ἀνοιχθῇ ὁ τάφος του καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος, εὐθὺς δὲ προσεβλήθη ὑπὸ σφοδροῦ πυρετοῦ, ὅστις κατεξήραινε τὸ σῶμά του ἐπὶ ἓξ ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν ἕκτην ἡμέραν ἐπρόσταξε τοὺς μαθητάς του νὰ τὸν φέρωσιν εἰς τὴν μικρὰν Ἐκκλησίαν τὴν ὁποίαν εἶχον καὶ φθάσας ἐκεῖ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἱστάμενος ἀνὰμέσον τῶν μαθητῶν του. Ὑπὸ τούτων λοιπὸν βασταζόμενος καὶ στηριζόμενος, ὕψωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ οὕτως, ἄνω βλέπων καὶ προσευχόμενος, παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ, τὴν ιγ’ (13ην) Μαρτίου τοῦ ἔτους φμβ’ (542), ἄγων τότε τὸ ἑξηκοστὸν δεύτερον ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Κατὰ δὲ τὴν ὥραν ἐκείνην, καθ’ ἣν ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος, ἐφάνη ἡ ἑξῆς ὅρασις εἰς δύο ἀδελφούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ μὲν εἷς ἡσύχαζεν εἰς κελλίον, ὁ δὲ ἄλλος κατώκει μακράν. Οὗτοι λουπὸν οἱ δύο ἀδελφοὶ εἶδον ἐξαίφνης ὁδὸν θαυμαστὴν ἀρχομένην ἀπὸ τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου καὶ φθάνουσαν μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, κατ’ ἀνατολάς. Ἦτο δὲ ἡ ὁδὸς ἐκείνη ἐστρωμένη ὅλη μὲ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα μεταξωτὰ ἱμάτια. Ἵσταντο δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἄνδρες τινὲς θαυμαστοὶ κατὰ τὴν μορφὴν καὶ ἐξαίσιοι κρατοῦντες, εἰς τὰς χεῖρας λαμπάδας, καὶ βαστάζοντες τὸν Ὅσιον ἀνέβαινον κατὰ τάξιν εἰς τὸν οὐρανόν, ἄλλος δέ τις λευκοφόρος καὶ φωτοφόρος, παραστὰς εἰς τὸν Ὅσιον, ἠρώτα τοὺς βλέποντας τὴν ὀπτασίαν ταύτην Ὁσίους, ἂν γνωρίζωσι τίνος εἶναι ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη ὁδός τὴν ὁποίαν βλέπουσι καὶ θαυμάζουσιν. Ἀποκριθέντων δὲ τῶν Ὁσίων, ὅτι δὲν γνωρίζουσι, τότε ὁ φανεὶς ἐκεῖνος εἶπεν εἰς αὐτούς· «Αὕτη εἶναι ἡ ὁδός, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Θεοῦ Βενέδικτος ἀναβαίνει εἰς τὸν οὐρανόν». Ἐλθόντες λοιπὸν εἰς ἑαυτοὺς οἱ Ὅσιοι ἠννόησαν, ὅτι ἀπῆλθεν ὁ Ἅγιος, καθὼς εἶδον αὐτὸν τελειούμενον· ἐφανέρωνε δὲ ἡ ὀπτασία αὕτη τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν δορυφορίαν, τῆς ὁποίας ἠξιώθη ὁ Ὅσιος, ὅταν ἔμελλε νὰ ἐκδημήσῃ πρὸς Κύριον.