Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ.

ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι λατινικὸν καὶ ἑρμηνεύεται Εὐλογημένος, κατήγετο ἐκ τῆς Νουρσίας, πόλεως τῆς Ἰταλίας, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐγεννήθη κατὰ τὸ ἔτος υπ’ (480) ἀπὸ Χριστοῦ, ἐκ γονέων εὐσεβῶν καὶ πλουσίων. Βρέφος δὲ ἔτι ὢν ἀπέμεινεν ὀρφανός, ἀνατραφεὶς μετὰ τῆς διδύμου ἀδελφῆς του, ὀνόματι Σχολαστικῆς, ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ τροφόν των.

Ἀπὸ τῆς μικρᾶς ἡλικίας ὁ Ὅσιος ἔδειξε θερμὴν ἀγάπην πρὸς πᾶσαν ἀρετήν, νεώτατος δὲ ἐστάλη εἰς τὴν Ρώμην διὰ νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τὴν σπουδήν. Ἀλλ’ ἐκεῖ, φοβηθεὶς νὰ μὴ παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ κακὰ παραδείγματα τῶν νέων, ἐγκατέλειψε τὴν Ρώμην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν περιοχὴν τῶν ὀρέων τῶν καλουμένων σήμερον Σιμπρουΐνη (Simpruini), ἀλλὰ μὴ ἱκανοποιηθεὶς καὶ ἐκεῖ ἀνεχώρησε διὰ τὰς ἀγρίας χαράδρας τοῦ ὄρους Σουβιάκου, ὅπου συνήντησε Μοναχόν τινα Ρωμανὸν ὀνομαζόμενον, ὅστις ἀντιληφθεὶς τὴν ἀθωότητα τοῦ νέου τὸν ἠρώτησε τί ζητεῖ εἰς τὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπαντήσαντος δὲ τοῦ Ὁσίου ὅτι θέλει νὰ ζήσῃ ὡς ἐρημίτης, τὸν ἐνουθέτησεν ὁ Ρωμανὸς καὶ τοῦ ἔδωσεν ἕν μικρὸν κυάθιον [1] καὶ μίαν μηλωτήν [2], ἔδειξε δὲ εἰς αὐτὸν ἓν ἀπρόσιτον σπήλαιον καὶ τοῦ ὑπεσχέθη ὅτι θὰ κρατήσῃ μυστικὴν τὴν ἐκεῖ παρουσίαν του καὶ ὅτι θὰ τοῦ φέρῃ τρὶς τῆς ἑβδομάδος ἄρτον, τὸ ὁποῖον καὶ ἔπραττε καταβιβάζων αὐτὸν διὰ μικροῦ σχοινίου καὶ εἰδοποιῶν αὐτὸν διὰ μικροῦ τινος κώδωνος.

Εἰς τὸ σπήλαιον ἐκεῖνο ὁ Ὅσιος Βενέδικτος παρέμεινεν ἐπὶ τρεῖς χρόνους προσευχόμενος θερμῶς, ἔχων ὡς μόνην τροφὴν τὸν ἄρτον τὸν ὁποῖον τοῦ ἔφερεν ὁ Ρωμανὸς καὶ ἀγριόχορτα. Ἡμέραν δέ τινα εἶδον κατὰ τύχην αὐτὸν νέοι τινὲς βοσκοί, οἱ ὁποῖοι, βλέποντές τον ἐνδεδυμένον τὴν μηλωτήν, ἐφοβήθησαν καὶ ἤθελον νὰ φύγουν. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος μὲ τόσον γλυκὺν τρόπον τοὺς ὡμίλησε διὰ τὸν Θεόν, ὥστε ὄχι μόνον ἔλαβον θάρρος, ἀλλὰ καὶ ἐπανήρχοντο ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ ἀκούουν τὰς συμβουλάς του. Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος δαίμων, φθονήσας τὴν πολιτείαν τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου, προσεπάθησε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὸν καλὸν δρόμον του καὶ ἐνοχλῶν αὐτὸν κατὰ διάνοιαν, ἔλεγε· «Τί κάμνεις εἰς ταύτην τὴν ἔρημον καὶ δὲν ἐπιστρέφεις, εἰς τὸν κόσμον;». Τοῦ παρουσίαζε δὲ καὶ κατὰ φαντασίαν τὰ θεάματα, τὰ ὁποῖα ἔβλεπεν εἰς τὴν Ρώμην καὶ παλαιὰς γυναικείας γνωριμίας. Ἡμέραν δέ τινα παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν ὡς πτηνὸν μαῦρον, τὸ ὁποῖον ἐπέτα πέριξ αὐτοῦ καὶ τὸν ἠνώχλει. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἀπεδίωξε τοῦτο διὰ τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Κυάθιον· εἶδος ποτηρίου, μᾶλλον ἐκ κολοκύνθης.

[2] Μηλωτὴ· γοῦνα, ἐπανωφόριον ἐκ δέρματος προβάτου.