Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ.

Τόσον τὸν προσέβαλεν ἄλλοτε διὰ τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν, ὥστε ὁ Ὅσιος ἐξέβαλε τὴν μηλωτὴν καὶ ἐκυλίετο εἰς τὰς ἀκάνθας, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ πειρασμός. Αφοῦ δὲ ὁ δαίμων ἔφυγε νικηθείς, ἠσθάνθη ὁ Ἅγιος τὸν ἑαυτόν του ἀπηλλαγμένον ἀπὸ σαρκικὰς ἐπιθυμίας.

Ἄλλην φοράν, δύο Μοναχοί, οἵτινες ἔζων εἰς τὰ σπήλαια τοῦ Βικοβάρο, ὀκτὼ μίλια ἀπὸ τὸ Σουβιάκον, ἦλθον νὰ τὸν εὕρουν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡγουμένου των καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς ἀναλάβῃ ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν του. Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος εἶπε τότε πρὸς αὐτούς· «Ὁ σκληρὸς βίος μου δὲν θὰ σᾶς εἶναι ὑποφερτός· δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ συζήσωμεν». Ἀλλ’ ἐκεῖνοι τόσον ἐπέμειναν, ὥστε ἠναγκάσθη νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Οἱ νέοι ὅμως κανόνες τοὺς ὁποίους ὥρισεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ὅσιος τοὺς ἐφάνησαν τόσον βαρεῖς ὥστε, διὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν ζυγόν του, ἐδηλητηρίασαν τὸ ποτόν του. Ἐνῷ ὅμως ὁ Ὅσιος Βενέδικτος ηὐλόγει τοῦτο ἵνα τὸ πίῃ, ἐθραύσθη τὸ ποτήριον εἰς μύρια τεμάχια. Στραφεὶς τότε πρὸς αὐτούς, εἶπε μὲ ἱλαρότητα· «Ὁ Θὲὸς νὰ σᾶς συγχωρήσῃ. Σᾶς προεῖπον ὅτι δὲν δύνασθε νὰ ζήσετε τὸν βίον κατὰ τὸν ἰδικόν μου τρόπον. Ὅθεν σᾶς παρακαλῶ, εὕρετε ἄλλον τινὰ Ποιμέναν». Ἐγερθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπήλαιόν του.

Ἀφοῦ δὲ ἔμαθον οἱ ἄνθρωποι τὸ σπήλαιόν του ἀπὸ τοὺς βοσκούς, πολλοὶ ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Ρώμην διὰ νὰ λάβουν τὰς συμβουλάς του. Αἱ δὲ καλλίτεραι οἰκογένειαι ἤθελαν νὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦν τὰ τέκνα των διὰ νὰ τὰ ἐκπαιδεύσῃ. Ἄνθρωπος δέ τις, Ἐκυΐτιος καλούμενος, τοῦ παρέδωσε τὸν υἱόν του ὀνόματι Μαῦρον καὶ ἕτερος ὀνόματι Τέρτουλος τὸν νέον Πλακίδιον. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἤρχοντο ἀπὸ παντοῦ ζητοῦντες νὰ γίνουν μαθηταὶ τοῦ Ὁσίου. Τότε τὸ Σουβιάκον ἔγινε κέντρον μοναχισμοῦ καὶ ἐκτίσθησαν δώδεκα Μοναστήρια ἔχοντα ἕκαστον δώδεκα Μοναχοὺς μὲ ἰδικόν των Προεστῶτα, τὸν ὁποῖον ὥρισεν ὁ Ὅσιος, ὅλα ὅμως τὰ Μοναστήρια αὐτὰ καθωδηγοῦντο ἀπὸ τὸν Ὅσιον Βενέδικτον. Τρία δὲ Μοναστήρια ἦσαν κτισμένα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, ἀλλὰ δὲν εἶχον ὕδωρ, οἱ δὲ Μοναχοὶ ἐλθόντες εἰς τὸν Ὅσιον τὸν παρεκάλουν νὰ μεταφέρουν τὰ Μοναστήριά των εἰς ἄλλο μέρος. Κατὰ δὲ τὴν ἀκόλουθον νύκτα μετέβη εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ὁ Ὅσιος καὶ τοποθετήσας τρεῖς πέτρας εἰς ἓν σημεῖον διέταξε νὰ σκάψουν ἐκεῖ καὶ εὐθύς, ὡς οἱ Μοναχοὶ ἔσχισαν ὀλίγον τὸν βράχον, ἀνέβλυσε πηγὴ ὕδατος, ἡ ὁποία τρέχει ἀφθόνως μέχρι τῆς σήμερον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Κυάθιον· εἶδος ποτηρίου, μᾶλλον ἐκ κολοκύνθης.

[2] Μηλωτὴ· γοῦνα, ἐπανωφόριον ἐκ δέρματος προβάτου.