Βεβαίως πρέπει νὰ εἶχε καὶ Πνευματικόν τινα Πατέρα, μὲ τοῦ ὁποίου την γνώμην ἦλθεν εἰς τοῦτο τὸ μέγα στάδιον. Ὅθεν τὴν Τρίτην τῆς ἑβδομάδος τῆς πρὸ τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, ὁπλισθεὶς καλῶς μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Τιμίου Στατροῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδωρήθη εἰς τὸν κόσμον ἡ σωτηρία ἡμῶν, μετέβη εἱς τὸν κριτὴν τῆς πόλεως καὶ λίαν εὐτόλμως εἶπεν· «Ὦ δικαστά, ἐγὼ ἤμην Χριστιανός, ἀλλ’ ἀπὸ ἀφροσύνην ἠρνήθην τὴν Πίστιν μου καὶ ἔγινα Τοῦρκος. Κατόπιν συνῃσθάνθην ὅτι ἡ πρώτη μου Πίστις ἦτο φῶς, τὸ ὁποῖον ἀπώλεσα καὶ ὅτι ἡ ἰδική σας εἶναι σκότος, ὡς τὴν ἐγνώρισα. Ἦλθον λοιπὸν σήμερον νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἔσφαλα ἀρνηθεὶς τὸ φῶς καὶ δεχθεὶς τὸ σκότος. Διότι Χριστιανὸς, ἐγεννήθην καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω. Ἰδού, ἤκουσες τὴν ἀπόφασίν μου, ὦ δικαστά, καὶ σὺ τώρα πρᾶξον εἰς ἐμὲ ὅ,τι θέλεις, διότι εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποστῶ πᾶσαν βάσανον καὶ νὰ χύσω καὶ τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μου, τὸν ὁποῖον κακῶς ἠρνήθην». Ταῦτα δὲ εἰπὼν ἔρριψε πρὸ τοῦ κριτοῦ τὸ δερβισικὸν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς εἰπών· «Ἰδοὺ καὶ τὸ σημεῖον τῆς θρησκείας σας». Ἀντὶ δὲ ἐκείνου ἔθεσεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του κάλυμμα χριστιανικόν.
Ὁ καθεὶς τώρα δύναται νὰ ἐννοήσῃ ὁπόσην κακίαν ἔλαβεν ἡ ἀλαζονικὴ καὶ ὑπερήφανος καρδία τοῦ δυνάστου. Διότι καὶ ἐκεῖνος καὶ ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ ἔμειναν ἐκστατικοί, βλέποντες αἴφνης ἕνα δερβίσην ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ κηρύττῃ τὸν ἑαυτόν του Χριστιανὸν καὶ ἀφ ἑτέρου νὰ ἀτιμάζῃ τόσον θαρραλέως τὸν Μωαμεθανισμόν, νὰ ἐλέγχῃ τὴν ματαιότητά των καὶ νὰ μυκτηρίζῃ τὴν ἀνόσιον θρησκείαν των. Ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη νὰ ἀποκριθοῦν, πρῶτος ὁ κριτὴς καὶ μετ’ αὐτοῦ ὅλοι οἱ ἄλλοι, εἶπον ἀποροῦντες· «Τί εἶναι ταῦτα τὰ ἀνέλπιστα πράγματα; Ἔχασες τὰς φρένας σου; Σύ, εἷς δερβίσης, λέγεις τοιούτους λόγους καὶ ἐντροπιάζεις τὴν πίστιν σου καὶ τὴν ὑπόληψίν σου;». Ἀλλ’ εἰς ταῦτα ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη σοφώτατα· «Ἀληθῶς εἶχον χάσει τὰς φρένας καὶ τώρα ἦλθον εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Ὁμολογῶ παρρησίᾳ τὴν ἀνομίαν μου. Ἐπειδὴ δὲ λέγετε ὅτι εἶμαι δερβίσης καὶ λέγω τοιούτους λόγους, βεβαίως λέγω τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἐγὼ καὶ εἰς τὸ τζαμίον ἐξήτασα καὶ ἠννόησα ὅτι ὅλα εἶναι ψευδῆ καὶ βλάσφημα». Ταῦτα καὶ ἄλλα εἶπεν ὁ Μάρτυς μὲ πλήρη ἐλευθερίαν. Ἐκεῖνοι δέ, ταῦτα ἀκούσαντες, ἀπεκρίθησαν μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς, ὅτι εἶναι μεθυσμένος καὶ ὡς τοιοῦτος λαλεῖ. Ὅθεν ἐπρόσταξεν ὁ κριτὴς νὰ ρίψουν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ σκοτισμὸς τῆς μέθης.