Τῇ Δ’ (4ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΑΝΔΡΕΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου.

Ἀπελθὼν λοιπὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ, ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὸ ἔργον του καὶ νὰ ἐπιμελῆται ἀόκνως τῆς διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας του, ἀφοσιωθεὶς τελείως εἰς τὴν πρόοδον καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ ποιμνίου του. Καὶ πρῶτον μὲν ἔφερεν εἰς πολὺ σεμνὴν τάξιν πανσόφως τοὺς ἱερωμένους, ἐκφωνήσας λόγον γλυκύτατον περὶ λειτουργικῆς τάξεως, διὰ τοῦ ὁποίου ὑπεδείκνυεν ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερεύς, ὁ ἀξιούμενος ὄχι μόνον αὐτὸς νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸ πρῶτον καὶ ἀπρόσιτον φῶς, ἤτοι τὸν Θεόν, ἀλλὰ νὰ φωτίζῃ καὶ ἄλλους καὶ νὰ συμφιλιώνῃ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε, δηλαδή, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι λαμπρὸς καὶ καθαρὸς αὐτός, καθὼς ὁ καθρέπτης, διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ δέχεται ἐντὸς ἑαυτοῦ τὰς ἀκτῖνας τοῦ θείου φωτός, καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ μεταδίδῃ καὶ εἰς ἄλλους τὸν φωτισμόν του.

Κατόπιν ἔφερεν εἰς τάξιν τοὺς Παρθενῶνας καὶ τὰ Μοναστήρια, ὁρίσας νόμους, συμφώνως πρὸς τοὺς ὁποίους νὰ πολιτεύωνται. Εἶτα ἐπεμελεῖτο τους κοσμικούς, διδάσκων αὐτοὺς νὰ προσπαθοῦν νὰ προσεγγίζουν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὄχι νὰ δεσμεύωνται εἰς τὴν σάρκα καὶ εἰς τὰ τοῦ κόσμου. Καὶ τὰς μὲν κοσμικὰς ἡδονὰς νὰ καταφρονοῦν, τὰς δὲ ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ νὰ φυλάττουν καὶ νὰ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν σωτηρίαν των. Ἐπαιδαγώγει τοὺς νέους, ἐσωφρόνιζε τοὺς γέροντας, ἐπέστρεφεν εἰς μετάνοιαν τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔδιδεν ἐλπίδα θείου ἐλέους εἰς τοὺς μετανοοῦντας, παρεκίνει εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς τοὺς ἀγωνιζομένους, τοὺς πολεμουμένους ἐβοήθει, τοὺς κινδυνεύοντας νὰ ὑποπέσουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἐβάσταζε, τοὺς πεσόντας ἀνήγειρεν. Εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἐγένετο δύναμις, εἰς τοὺς λυπουμένους παρηγορία, εἰς τοὺς λιποθυμοῦντας ἀναψυχή, εἰς τὰς χήρας προστάτης, εἰς τὰ ὀρφανὰ πατήρ, εἰς τοὺς πτωχοὺς θησαυρός, εἰς τοὺς πεινῶντας τροφή, εἰς τοὺς γυμνοὺς ἔνδυμα. Ἀλλὰ διατί νὰ μακρηγορῶ; Εἰς πάντας τὰ πάντα προσέφερεν, ἵνα σώσῃ πάντας. Καὶ καθὼς ὁ Κύριος μέλλει νὰ γίνῃ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα φῶς εἰς τοὺς Ἁγίους, καὶ ζωὴ καὶ δόξα καὶ τροφὴ καὶ ἔνδυμα καὶ χαρά, καὶ πᾶν ἄλλο ἀγαθὸν τῆς μακαριότητος, οὕτω καὶ ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας ἦτο διὰ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῆς ἐπαρχίας του ἡ πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ, ὄχι μόνον ψυχικοῦ, ἀλλὰ καὶ σωματικοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὸν νὰ διανύσῃ τις τὴν παροῦσαν ζωὴν χωρὶς λύπην. Ἤνοιξε δὲ καὶ τὸν ἀγαθὸν θησαυρὸν τῆς καρδίας του, καὶ ἐσκόρπιζεν ἐξ αὐτοῦ λόγους ἀγαθούς, καὶ πλατύνας τὸ στόμα του, ἐπλήρωσεν αὐτὸ ἐκ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ἀνδρέας ἐξέδωκε καὶ λογιστικὴν μέθοδον περὶ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὸν Μελέτιον (σελ. 179 τοῦ βʹ τόμου). Μιμεῖται δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος εἰς τὰ συγγράμματά του τὴν ὀγκηρὰν φράσιν καὶ τὸ συντακτικὸν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς πανηγυρικοῖς λόγοις αὐτοῦ.

[2] Καίτοι δὲ ὁ θεῖος οὗτος Ἀνδρέας πρῶτος ἐμελούργησε τροπάρια καὶ Κανόνας, τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ψαλλομένους, ἐν τούτοις ὑπῆρξαν καὶ πρὸ αὐτοῦ συντάξαντες ὕμνους εἰς αἶνον καὶ δόξαν Χριστοῦ, εἰς πεζὴν καὶ ἔμμετρον φράσιν. Ὡς π.χ. ὁ Μάρτυς Ἀθηνογένης ὁ ποιητὴς τοῦ «Φῶς ἱλαρόν», Κλήμης ὁ Στρωματεὺς ἔπη τινὰ συντάξας, Νέπως ὁ ἐν Αἰγύπτῳ Ἐπίσκοπος, ὁ Βικτωρῖνος, ὁ Λακτάντιος, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ὁ Σεδούλιος, ὁ Ἀνατόλιος καὶ ἄλλοι, κατὰ ζῆλον ποιήσαντες τῶν ψαλμῶν καὶ τῶν ἄλλων τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς βιβλίων, τῶν διὰ τὸ ἡδύτερον τῆς ψαλμῳδίας στιχουργηθέντων.