Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΖΑΧΑΡΙΑΣ ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς Παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατὰ τὸ ͵αψπβ’ (1782) ἔτος, τὰ σκέλη σχισθεὶς τελειοῦται.

Τότε ὁ ἐξουσιαστὴς ἐσύναξε τοὺς ἀγάδες καὶ τοὺς εἶπε τὴν ὑπόθεσιν, οὗτοι δὲ ἀπεφάσισαν νὰ τὸν βάλουν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τρεῖς φορὰς τὴν ἡμέραν νὰ τὸν βγάζουν εἰς τὴν αὐλὴν καὶ νὰ τὸν ραβδίζουν σκληρῶς, ἕως ὅτου ἢ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πίστιν των ἢ νὰ ξεψυχήσῃ βασανιζόμενος· εἶπον δὲ νὰ μὴ χυθῇ αἷμα ἀπὸ αὐτόν, μήπως ὁρμήσουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ πάρουν τὰ αἱματωμένα χώματα καὶ οὕτω γίνῃ ταραχὴ καὶ ἐπανάστασις, διότι οὗτοι φυσικὰ ἔμελλον νὰ τοὺς ἐμποδίσωσιν εἰς τοῦτο καὶ νὰ ὑβρίσωσι τοὺς Χριστιανούς. Οὕτως εἶπον καὶ οὕτως ἔκαμον. Ὁ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ραβδιζόμενος καὶ μὲ λίθους βαρυτάτους κτυπώμενος εἰς τὴν κοιλίαν καὶ εἰς τὸ στῆθος, ἵστατο εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ στερεὸς καὶ ἀσάλευτος. Ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ χαίρων καὶ εὐφραινόμενος ἔλεγεν ἀκαταπαύστως μυστικὰ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἀρνητήν σου καὶ βοήθησόν μοι». Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, πρὸς τὸ ἑσπέρας, τόσον τὸν ἐβασάνισαν τὸν εὐλογημένον, ὥστε πλέον δὲν ἠδύνατο νὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, ἀλλὰ μόνον τοὺς ὀφθαλμούς του ἐσήκωνεν εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐνῷ ἐρραβδίζετο ἀσπλάγχνως.

Τότε ὁ λεγόμενος Μπουλούμπασης, ὅστις εἶναι ὁ πρῶτος τῶν στρατιωτῶν τοῦ ἐξουσιαστοῦ, ἐπρόσταξε τὸν δεσμοφύλακα νὰ βασανίσῃ τὴν νύκτα τὸν Μάρτυρα πολὺ ἕως οὗ νὰ ἀποθάνῃ, διὰ νὰ μὴ παιδεύωνται καὶ αὐτοὶ βασανίζοντες αὐτὸν τόσας ἡμέρας. Ὁ δὲ δεσμοφύλαξ, παραλαβὼν τὸν Ἅγιον, ἐτάνυσε πολὺ τοὺς πόδας του εἰς τὸ ξύλον· ἔπειτα ἀνέβη εἰς τὸν κράββατον, τὸν ὁποῖον εἶχεν ὑψηλὰ καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ δειπνήσῃ. Τότε ὁ Μάρτυς ἐπόνεσε πολὺ καὶ ἐξεφώνησεν· «Ὢχ!», ἐκεῖνος δὲ ἀπὸ ἐπάνω τοῦ λέγει· «Τώρα, ἄπιστε, νὰ πίω ὅλον τὸ κρασὶ καὶ νὰ κατεβῶ νὰ σὲ κόψω ἀπὸ ἁρμὸν εἰς ἁρμόν». Ὁ Μάρτυς τοῦ λέγει· «Ἐὰν εἶσαι παλληκάρι, μὴ λέγῃς λόγους μόνον, ἀλλ’ εὐθὺς κάμε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπες, διὰ νὰ σοῦ γνωρίζω καὶ χάριν». Ἐκεῖνος δὲ θυμωθεὶς ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Μάρτυρος κατέβη καὶ ἐτράβηξε πολὺ τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου εἰς τὸ ξύλον καὶ τοὺς ἐτάνυσε μὲ ὑπερβολὴν καὶ ἀνέβη πάλιν νὰ ἀποδειπνήσῃ, φοβερίζων νὰ τοῦ κάμῃ ὕστερον καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια. Ὁ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, κάμνων ὀλίγον νὰ σαλεύσῃ, ἐσχίσθησαν παρευθὺς τὰ σκέλη του· τότε ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἰς ὅλον του τὸ σῶμα καὶ εἰπὼν δυνατὰ· «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου», παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ κομισάμενος τὸν ἄφθαρτον τοῦ μαρτυρίου στέφανον. Παρευθὺς δέ, ὢ τοῦ θαύματος! ἐγέμισεν ὅλη ἡ φυλακὴ ἀπὸ ἄρρητον εὐωδίαν τοσοῦτον, ὥστε ὁ ἐπάρατος δεσμοφύλαξ ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του ἀνεχώρησε τῆς φυλακῆς, χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε καὶ ἐπῆγεν εἰς ἄλλο μέρος καὶ ἐκοιμήθη.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐνταῦθα ἐννοεῖ ὁ συγγραφεὺς τὰς καταστροφὰς ποὺ ὑπέστη ἡ Πελοπόννησος ἀπὸ τοὺς Ἀλβανούς, ὅταν, μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1769, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἔστειλεν εἰς Πελοπόννησον στίφη Τουρκαλβανῶν διὰ νὰ ὑποτάξῃ τοὺς Ἐπαναστάτας. Οἱ Τουρκαλβανοὶ αὐτοὶ ἐπροξένησαν τόσας καταστροφὰς καὶ ἐπὶ μίαν δεκαετίαν σχεδὸν τόσον καταπίεζον ἀδιακρίτως Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, ὥστε ἐστάλη ἐναντίον των ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Γαζῆ-Χασὰν-πασᾶς μὲ τὸν Ἕλληνα διερμηνέα τοῦ στόλου Νικόλαον Μαυρογένην, ὁ ὁποῖος μετὰ σκληροὺς ἀγῶνας κατώρθωσε νὰ ἐξοντώσῃ τοὺς Ἀλβανούς, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ Ἕλληνας ἀρματωλούς, καὶ νὰ ἀπαλλάξῃ τὴν Πελοπόννησον ἀπὸ τὴν φοβερὰν ἐκείνην μάστιγα.