Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΖΑΧΑΡΙΑΣ ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς Παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατὰ τὸ ͵αψπβ’ (1782) ἔτος, τὰ σκέλη σχισθεὶς τελειοῦται.

Ὁ πνευματικὸς πάλιν, ὡς πρακτικὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος, ἐστοχάσθη νὰ τοῦ κάμῃ καὶ ἄλλην δοκιμήν· διὸ προσέταξεν αὐτὸν νὰ καθίσῃ. Εἶτα ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ· «Στοχάσου, τέκνον, καλῶς τὶ ἔχεις νὰ κάμῃς, διότι ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ πολέμου, ὅπου ἦλθον οἱ Ἀλβανοὶ εἰς τὴν Πελοπόννησον [1], ἔμαθον εἰς τοὺς ἐντοπίους Τούρκους τόσους τρόπους διὰ νὰ παιδεύουν τοὺς Χριστιανούς, ὥστε κατὰ ἀλήθειαν ὅσα ἀκούομεν εἰς τοὺς Βίους τῶν παλαιῶν Μαρτύρων δὲν εἶναι τίποτε, συγκρινόμενα πρὸς αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζουν οἱ ἐπάρατοι Ἀλβανοί· ὅθεν μὴ στοχασθῇς ὅτι, ἀφοῦ παρουσιασθῆς εἰς τοὺς ἐξουσιαστάς, ἔχουν νὰ σοῦ κόψουν τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ πρέπει νὰ συλλογισθῇς καλῶς ὅλα τὰ ἐναντία· πλὴν ἐγὼ σοῦ λέγω, τέκνον, νὰ ἀφήσῃς αὐτὸν τὸν λογισμόν, τὸν ὁποῖον ἔχεις, διὰ νὰ μὴ βάλῃς καὶ τὸν ἑαυτόν σου εἰς μεγαλυτέραν κόλασιν καὶ ἡμᾶς εἰς πειρασμοὺς καὶ κινδύνους. Δυνάμεθα νὰ οἰκονομήσωμεν τὴν σωτηρίαν σου δι’ ἄλλου τρόπου ἀσφαλεστέρου, καὶ σοῦ ὑπόσχομαι νὰ εὕρῃς τὴν συγχώρησιν τῆς ἀρνήσεώς σου· διότι «οὐκ ἔστιν ἁμαρτία νικῶσα τὴν εὐσπλαγχίαν τοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ εὐλογημένος Ζαχαρίας ἐμειδία ἐν ὅσῳ ἔλεγε ταῦτα ὁ πνευματικός· ἔπειτα σκυθρωπάσας μικρὸν καὶ ἀναστενάξας ἐκ βάθους καρδίας, ἀπεκρίθη λέγων· «Θαυμάζω, πνευματικέ, εἰς τόσην φρόνησιν ὅπου ἔχεις καὶ νὰ μοῦ λαλῇς λόγια τῶν μωρῶν παιδίων· ἐγὼ ἔχω τὸν ἑαυτόν μου ἀφιερωμένον ὅλον εἰς τὸν Χριστόν μου καὶ τώρα πλέον δὲν ἀνήκω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἔχω τόσην δίψαν διὰ νὰ βασανισθῶ διὰ τὴν ἀγάπην του, ὥστε ἐπιθυμῶ νὰ λάβω ἂν ἦσαν ἀκόμη καὶ περισσότερα παιδευτήρια, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπες τῶν Ἀλβανῶν· σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ μοῦ δώσῃς τὴν εὐχήν σου νὰ πηγαίνω, διότι δὲν ὑποφέρω πλέον τὴν φλόγα, τὴν ὁποίαν αἰσθάνομαι εἰς τὴν καρδίαν μου».

Τότε ὁ πνευματικός, δοξάσας τὸν Θεόν, ὅστις ἐνέπνευσεν εἰς τὸν Ἅγιον τὴν χάριν του, ἀνέγνωσε τὰς ἱλαστηρίους εὐχὰς κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μυρώσας αὐτόν, τὸν ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἀφοῦ δὲ τὸν ἐνίσχυσε μὲ τὴν ἐπουράνιον τροφὴν καὶ τὸν καθώπλισε μὲ τὰ πνευματικὰ ἄρματα, ἔκαμαν ὁμοῦ παράκλησιν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον· ἔπειτα εὐλογήσας αὐτὸν καὶ σφραγίσας μὲ τὸ σημεῖον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐξαπέστειλεν αὐτόν, παραγγείλας νὰ μὴ μεταχειρισθῇ ὕβρεις κατὰ τῆς θρησκείας τῶν Τούρκων, διότι εἶναι ἀνάγκη μόνον μὲ συντόμους λόγους νὰ κάμῃ τὴν ἄρνησιν ἐκείνης τῆς θρησκείας καὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀσπασάμενος τὴν δεξιὰν τοῦ πνευματικοῦ, ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐργαστήριόν του· καὶ πρῶτον ἐπώλησεν ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα,


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐνταῦθα ἐννοεῖ ὁ συγγραφεὺς τὰς καταστροφὰς ποὺ ὑπέστη ἡ Πελοπόννησος ἀπὸ τοὺς Ἀλβανούς, ὅταν, μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1769, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἔστειλεν εἰς Πελοπόννησον στίφη Τουρκαλβανῶν διὰ νὰ ὑποτάξῃ τοὺς Ἐπαναστάτας. Οἱ Τουρκαλβανοὶ αὐτοὶ ἐπροξένησαν τόσας καταστροφὰς καὶ ἐπὶ μίαν δεκαετίαν σχεδὸν τόσον καταπίεζον ἀδιακρίτως Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, ὥστε ἐστάλη ἐναντίον των ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Γαζῆ-Χασὰν-πασᾶς μὲ τὸν Ἕλληνα διερμηνέα τοῦ στόλου Νικόλαον Μαυρογένην, ὁ ὁποῖος μετὰ σκληροὺς ἀγῶνας κατώρθωσε νὰ ἐξοντώσῃ τοὺς Ἀλβανούς, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ Ἕλληνας ἀρματωλούς, καὶ νὰ ἀπαλλάξῃ τὴν Πελοπόννησον ἀπὸ τὴν φοβερὰν ἐκείνην μάστιγα.