ΖΑΧΑΡΙΑΣ ὁ νέος ἀθλητὴς ἦτο ἐκ τινος χωρίου τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἕνεκεν δὲ συμβεβηκότος τινὸς ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ἔγινε Τοῦρκος. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὰς Παλαιὰς Πάτρας, ἐπειδὴ δὲ ἦτο γουνοποιὸς τὴν τέχνην, ἤνοιξεν ἐργαστήριον εἰς τὸ ὁποῖον κατεσκεύαζε γουναρικά. Εἶχε κρυφίως τὸ βιβλίον τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία» καὶ ἀναγινώσκων αὐτὸ συχνάκις ἦλθεν εἰς ἄκραν μετάνοιαν, κλαίων πικρῶς διὰ τὸ κακόν, ὅπερ ἔπραξε. Δι’ ὃ παρεκάλει θερμῶς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ τύχῃ τῆς σωτηρίας του. Ὅθεν ἐρωτήσας ἕνα Χριστιανὸν φίλον του καὶ μαθὼν ὅτι ἦτο ἐκεῖ εἷς ἐνάρετος καὶ ἔμπειρος πνευματικός, ἐπῆγε διὰ νυκτὸς πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξωμολογήθη τὴν ἁμαρτίαν του, συγχρόνως δὲ καὶ τὸν σκοπόν, τὸν ὁποῖον εἶχε, διὰ νὰ παρουσιασθῇ καὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἠρνήθη. Ὁ δὲ πνευματικὸς εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἂν καὶ ὁ λογισμός σου κατέχει μεγάλως τὴν καρδίαν σου, ὅμως δὲν πρέπει νὰ τὸν βάλωμεν παρευθὺς εἰς πρᾶξιν, διότι πολλάκις ὁ διάβολος συνηθίζει νὰ πλανᾷ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ δεξιά, προβάλλων εἰς αὐτοὺς καλοὺς λογισμούς. Ὅθεν ἂς δοκιμάσωμεν, τέκνον, τὸν λογισμόν σου, ἐὰν εἶναι ἐκ Θεοῦ· πήγαινε λοιπὸν εἰς τὸ ἐργαστήριόν σου καὶ μένε κλεισμένος τεσσαράκοντα ἡμέρας προσευχόμενος, νηστεύων καὶ κάμνων ἀνάγνωσιν εἰς τὸ βιβλίον, ὅπερ εἶπες ὅτι ἔχεις· θὰ κάμνω δὲ καὶ ἐγὼ τὰ ἴδια εἰς τὸ κελλίον μου δι’ ἀγάπην σου καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθὲ νὰ ἀνταμώσωμεν πάλιν».
Δέχεται μετὰ χαρᾶς ὁ Ζαχαρίας τὴν συμβουλὴν τοῦ πνευματικοῦ· κλείεται εἰς τὸ ἐργαστήριόν του καὶ ἀρχίζει νὰ κάμνῃ προθύμως τὴν παραγγελίαν τοῦ πνευματικοῦ, ὅμως δὲν ἠδυνήθη νὰ ὑποφέρῃ περισσότερον ἀπὸ εἴκοσιν ἡμέρας, διότι ἤναψε μία φλὸξ εἰς τὴν καρδίαν του, ἥτις τοῦ ἐπροξένει ἄκραν ἀγάπην πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ προθυμίαν ἀκράτητον διὰ νὰ θυσιάσῃ καὶ δέκα ζωὰς (ἄν ἦτο δυνατὸν νὰ ἔχῃ) διὰ τὸ ὄνομά του τὸ Ἅγιον. Ὅθεν πηγαίνει εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πίπτει εἰς τοὺς πόδας του μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ τοῦ λέγει· «Εὐλόγησόν με, πάτερ, νὰ πηγαίνω εἰς τὸ μαρτύριον, ὅτι δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω ἀπὸ τὴν φλόγα, ἥτις ἤναψεν εἰς τὴν καρδίαν μου». Ὁ πνευματικὸς τοῦ λέγει· «Δὲν ἦλθεν ὁ καιρὸς ἀκόμη». Ἐκεῖνος ἀποκρίνεται· «Ἦλθε, πνευματικέ, καὶ παρῆλθε καὶ ἁμαρτίαν ποιεῖς μεγάλην νὰ μὲ ἐμποδίζῃς». Τότε τοῦ εἶπεν ὁ πνευματικὸς νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας τὰς ἁμαρτίας, τὰς ὁποίας ἔπραξεν ὡς ἄνθρωπος εἰς ὅλην του τὴν ζωήν. Ὁ δὲ ἀναστὰς ἐστάθη μὲ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας ὄρθιος καὶ ἐξωμολογήθη μετὰ κατανύξεως ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα, εὑρέθη ὅμως τόσον καθαρός, πλὴν τῆς ἀρνήσεως, ὥστε ἦτο ἄξιος καὶ διὰ ἱερωσύνην.