Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ καὶ ΙΩΑΝΝΟΥ τῶν αὐταδέλφων καὶ ΝΙΚΟΛΑΟΥ τοῦ Συναθλητοῦ αὐτῶν, τῶν ἐκ Σπετσῶν καταγομένων καὶ ἐν Χίῳ μαρτυρησάντων κατὰ τὸ ἔτος ͵αωκβ’ (1822).

Περὶ τὴν αὐγὴν ἀπεκοιμήθησαν ὀλίγον οἱ Ἅγιοι καὶ ἐξυπνῶντες εἶπον εἰς τοὺς ἄλλους Χριστιανούς. «Ἡμεῖς, ἀδελφοί, σήμερον τελειώνομεν τὸ ταξείδιον τῆς ζωῆς μας. Ὅθεν σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ δεηθῆτε καὶ σεῖς τοῦ Κυρίου μας νὰ μᾶς χαρίσῃ δύναμιν». Τότε ἔβγαλαν καὶ μερικὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα ἐφόρουν διπλᾶ καὶ τὰ ἔδωκαν εἰς τοὺς φυλακισμένους ἐκείνους Χριστιανούς, εἰς ἄλλον ἕνα καὶ εἰς ἄλλον ἄλλο καὶ μερικὰ ἄσπρα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκράτουν. Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, τοὺς ἔστειλεν ὁ Ἀρχιερεὺς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν προείπομεν, τὰ ὁποῖα ἐδέχθησαν μετὰ δακρύων. Ἀφοῦ δὲ μετέλαβον τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ηὐχαρίστησαν μεγάλως τὸν Κύριον καὶ μετ’ ὀλίγον ἐγεύθησαν ὀλίγης τροφῆς, ἔστειλαν δὲ πάλιν διὰ τῆς ἰδίας γυναικὸς τὰς εὐχαριστίας των εἰς τὸν Ἀρχιερέα, διότι τοὺς οἰκονόμησεν εἰς τὴν ἀνάγκην αὐτήν, ἔστειλαν καὶ ὀλίγα γρόσια παρακαλοῦντες αὐτόν, ὅταν τελειωθῶσι, νὰ ψάλῃ τὰ λείψανά των καὶ νὰ τοὺς μνημονεύσῃ.

Μετὰ παρέλευσιν δύο ὡρῶν ἔδωκε προσταγὴν ὁ πασᾶς νὰ τοὺς ἐκβάλουν ἀπο τὴν φυλακὴν καὶ νὰ τοὺς φέρουν κάτωθι τοῦ σεραγίου, ὅπου ἐκάθητο, ὀπισθάγκωνα δεδεμένους καὶ νὰ τοὺς ἐρωτήσωσιν, ἄν θέλουν νὰ γίνουν Τοῦρκοι νὰ κερδήσωσι τὴν ζωήν των, εἰ δὲ μή, νὰ τοὺς κόψουν τὰς κεφαλάς. Εὐθὺς λοιπὸν ἐτελειώθη τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου καὶ φέραντες τοὺς Ἁγίους ἤρχισε τότε ὁ δήμιος νὰ τοὺς λέγῃ νὰ ὑπακούσωσι, νὰ δεχθῶσι τὴν Ὀθωμανικὴν πίστιν διὰ νὰ λυτρώσωσι τὴν ζωήν των καὶ νὰ ἀξιωθῶσι καὶ μεγάλης τιμῆς. Οἱ δὲ Μακάριοι μεγαλοφώνως ἔκραζον λέγοντες· «Χριστιανοὶ θὰ ἀποθάνωμεν! Χριστιανοὶ εἴμεθα, Χριστιανοὶ ἐγεννήθημεν καὶ Χριστιανοὶ θὰ ἀποθάνωμεν. Δὲν ἀρνούμεθα τὸν Χριστόν, ἔστω καὶ ἂν μεληδὸν μᾶς κατακόψητε μόνον ὅ,τι θὰ κάμετε, κάμετέ το μίαν ὥραν ἐνωρίτερα, μὴ χάνετε καιρὸν ματαίως. Ἡμεῖς τὴν πίστιν μας δὲν τὴν ἀρνούμεθα ποτέ». Αὐτὰ τὰ ἤκουσεν ὁ ἴδιος ὁ πασᾶς ἀπὸ τὸ παράθυρον ὅπου ἐκάθητο, ἐπειδὴ μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ οἱ δύο τὰ ἐφώναζον. Ὅθεν ἔδωκε τὴν ἀπόφασιν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν.

Παρευθὺς λοιπὸν ἁρπάσαντες τοὺς Ἁγίους οἱ αἱμοβόροι ἐκεῖνοι λύκοι τοὺς ἔσυραν ἔξω τοῦ κάστρου μὲ μεγάλην ταραχήν, ἔχοντες καὶ δύο γυμνὰ ξίφη ἔμπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Ἁγίων δια νὰ δειλιάσωσι. Τοῦτο ἔκαμε τοὺς ὁρῶντας νὰ τρέμουν βλέποντες τὴν τόσην μανίαν αὐτῶν. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο, τὸν Ἰωάννην, ἔκαμε τοῦτο νὰ δειλιάσῃ πρὸς ὥραν καὶ νὰ ἀλλοιωθῇ ἡ ὄψις του. Βλέπων δὲ τοῦτο ὁ Σταμάτιος τοῦ εἶπε· «Τί ἔπαθες, ἀδελφέ; ἐδειλίασες τοὺς κύνας; δὲν ἐνθυμεῖσαι τὴν ἀπόφασιν τὴν ὁποίαν ἐκάμαμεν, νὰ μὴ προδώσωμεν τὴν πίστιν μας; Πῶς τώρα φαίνεσαι δειλός; Παρακάλεσε τὴν Παναγίαν μας νὰ σοῦ δώσῃ δύναμιν».